πολύδωρος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολύδωρος -ον [[[πολύς]], [[δῶρον]]] met rijke bruidschat:. ἔνθ’ ἄλοχος πολύδωρος ἐναντίη ἦλθε daar kwam hem zijn echtgenote, de vrouw met de rijke bruidschat, tegemoet Il. 6.394.
|elnltext=πολύδωρος -ον [[[πολύς]], [[δῶρον]]] [[met rijke bruidschat]]:. ἔνθ’ ἄλοχος πολύδωρος ἐναντίη ἦλθε daar kwam hem zijn echtgenote, de vrouw met de rijke bruidschat, tegemoet Il. 6.394.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:32, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύδωρος Medium diacritics: πολύδωρος Low diacritics: πολύδωρος Capitals: ΠΟΛΥΔΩΡΟΣ
Transliteration A: polýdōros Transliteration B: polydōros Transliteration C: polydoros Beta Code: polu/dwros

English (LSJ)

ον, A richly endowered, richly dowered, richly endowed, eligible, much coveted, much-sought-after, much sought-after, with rich dowry, ἄλοχος Il.6.394, Od.24.294, etc. II open-handed, Aret.SD1.5.

German (Pape)

[Seite 662] viel beschenkt; ἄλοχος, reich ausgestattet, Il. 6, 394, von der Andromache, u. Od. 24, 294, von der Penelope. S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a reçu de grands présents ou une riche dot.
Étymologie: πολύς, δῶρον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύδωρος -ον [πολύς, δῶρον] met rijke bruidschat:. ἔνθ’ ἄλοχος πολύδωρος ἐναντίη ἦλθε daar kwam hem zijn echtgenote, de vrouw met de rijke bruidschat, tegemoet Il. 6.394.

Russian (Dvoretsky)

πολύδωρος: богато одаренный, с богатым приданым (ἄλοχος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύδωρος: -ον, ἐπὶ γυναικός, «ἡ πολλὰ δῶρα λαβοῦσα παρὰ τοῦ μνηστευσαμένου ἢ ἡ πολλὰ δῶρα ἐπενεγκαμένη τῷ τοῦ ἀνδρὸς οἴκῳ» (Σχόλ.), ἄλοχος Πολύδωρος Ἰλ. Ζ. 394· ἄλοχος πολύδωρος, ἐχέφρων Πηνελόπεια Ὀδ. Ω. 294, κτλ.

English (Autenrieth)

(δῶρον): richly dowered.

English (Slater)

πολῠδωρος, -ον much endowed κτησάμεναι χθόνα πολύδωρον (Pae. 2.60)

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύδωρος, -ον, ΝΑ
1. γενναιόδωρος
2. αυτός που έχει πάρει πλούσια δώρα
αρχ.
φρ. «ἄλοχος πολύδωρος»
α) αυτή που έχει πάρει από τον μνηστήρα της πολλά δώρα
β) αυτή που έχει φέρει μαζί της στο σπίτι του άνδρα της πολλή προίκα, πολλά δώρα, πολύφερνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μεγαλό-δωρος].

Greek Monotonic

πολύδωρος: -ον (δῶρον), πλούσια προικισμένος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

πολύ-δωρος, ον, δῶρον
richly dowered, Hom.