πολυρροίβδητος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")
m (Text replacement - "(\]\]\]) ([a-zA-Z' ]+)(:\. )" to "$1 $2$3")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πολυρροίβδητος -ον [[[πολύς]], [[ῥοιβδέω]]] vele draaiingen makend:. ἄτρακτος weefspoel AP 6.160.3.
|elnltext=πολυρροίβδητος -ον [[[πολύς]], [[ῥοιβδέω]]] [[vele draaiingen makend]]:. ἄτρακτος weefspoel AP 6.160.3.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:33, 29 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυρροίβδητος Medium diacritics: πολυρροίβδητος Low diacritics: πολυρροίβδητος Capitals: ΠΟΛΥΡΡΟΙΒΔΗΤΟΣ
Transliteration A: polyrroíbdētos Transliteration B: polyrroibdētos Transliteration C: polyrroivditos Beta Code: polurroi/bdhtos

English (LSJ)

ον, much-whirring, ἄτρακτος AP6.160 (Antip. Sid.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
que l'on tire avec grand bruit.
Étymologie: πολύς, ῥοιβδέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυρροίβδητος -ον [πολύς, ῥοιβδέω] vele draaiingen makend:. ἄτρακτος weefspoel AP 6.160.3.

Russian (Dvoretsky)

πολυρροίβδητος: вращающийся с гудением, гудящий (ἄτρακτος Anth.).

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που στροβιλίζεται, που περιστρέφεται πολύ, πολυδίνητος, ή αυτός που περιστρέφεται γρήγορα παράγοντας ταυτόχρονα πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ῥοιβδῶ «κινούμαι ορμητικά»].

Greek Monotonic

πολυρροίβδητος: -ον, αυτός που περιστρέφεται γρήγορα, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

πολυρροίβδητος: -ον, ὁ θορυβωδῶς ἐν τάχει περιστρεφόμενος, πολυδίνητος, ἄτρακτος Ἀνθ. Π. 6. 160.

Middle Liddell

πολυρ-ροίβδητος, ον,
much-whirring, Anth.

German (Pape)

viel, oft od. sehr unter Geräusch umgedreht, ἄτρακτος, Antip.Sid. 26 (VI.160).