ταχυπειθής: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[facile à persuader]], [[crédule]];<br /><b>2</b> docile.<br />'''Étymologie:''' [[ταχύς]], [[πείθω]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[facile à persuader]], [[crédule]];<br /><b>2</b> [[docile]].<br />'''Étymologie:''' [[ταχύς]], [[πείθω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 10:50, 30 November 2022
English (LSJ)
ές, A soon persuaded, credulous, Theoc.2.138, 7.38, Nonn.D.22.79. II obeying quickly or obeying easily, ἀνέμων ῥιπή Tryph. 528.
German (Pape)
[Seite 1076] ές, schnell od. leicht überredet, leichtgläubig, Theocr. 2, 138. 7, 38; – schnell, leicht gehorchend.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 facile à persuader, crédule;
2 docile.
Étymologie: ταχύς, πείθω.
Russian (Dvoretsky)
τᾰχῠπειθής: легко убеждаемый, сговорчивый, доверчивый Theocr.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰχῠπειθής: -ές, ὁ ταχέως πειθόμενος, εὔπιστος, Θεόκρ. 2. 138., 7. 38. ΙΙ. ὁ ταχέως ἢ εὐκόλως ὑπακούων, Τρυφιόδ. (ὀρθότ. Τριφ-. 528.
Greek Monolingual
-ές, ΜΑ
εύπιστος («ἐγὼ δέ τις οὐ ταχυπειθής», Θεόφρ.)
αρχ.
αυτός που υπακούει εύκολα ή γρήγορα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + -πειθής (< πείθω), πρβλ. εὐ-πειθής].
Greek Monotonic
τᾰχῠπειθής: -ές, αυτός που πείθεται γρήγορα, εύπιστος, σε Θεόκρ.