εὐμετάπτωτος: Difference between revisions
From LSJ
περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐμετάπτωτος:''' [[шаткий]], [[неустойчивый]] (sc. [[τύχη]] Diod.; sc. [[γνώμη]] Plut.). | |elrutext='''εὐμετάπτωτος:''' [[шаткий]], [[неустойчивый]] (sc. [[τύχη]] Diod.; ''[[sc.]]'' [[γνώμη]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:14, 30 November 2022
English (LSJ)
ον, unstable, παιδία Thphr.Sens.45; τὸ τῆς τύχης εὐ. D.S.9.10, cf. Secund.Sent.9. Adv. -τως v.l. in Arr.Epict.2.22.8.
German (Pape)
[Seite 1080] leicht umschlagend, veränderlich, Theophr. u. Sp.
Russian (Dvoretsky)
εὐμετάπτωτος: шаткий, неустойчивый (sc. τύχη Diod.; sc. γνώμη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐμετάπτωτος: -ον, εὐκόλως μεταβαλλόμενος, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 45· τὸ τῆς τύχης εὐμετάπτωτον Διόδ. ἐν Ἐκλογ. Βατ. σ. 18.
Greek Monolingual
εὐμετάπτωτος, -ον (Α)
αυτός που μεταβάλλεται εύκολα, ο ασταθής.
επίρρ...
εὐμεταπτώτως (Α)
με ασταθή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετά-πτωτος (< μετα-πίπτω)].