περίνησος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (Text replacement - " :" to ":")
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0583.png Seite 583]] mit purpurnem Vorstoße; τὸ περίνησον, sc. [[ἱμάτιον]], Frauenkleid mit purpurnem Vorstoße ([[νῆσος]]), Antiphan. bei Poll. 7, 52. Bei Hesych. steht auch περινήσαιος; Phot. erkl. περιβόλαια περιφερῆ καὶ νησοειδῆ; vgl. Menand. p. 34.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0583.png Seite 583]] mit purpurnem Vorstoße; τὸ περίνησον, ''[[sc.]]'' [[ἱμάτιον]], Frauenkleid mit purpurnem Vorstoße ([[νῆσος]]), Antiphan. bei Poll. 7, 52. Bei Hesych. steht auch περινήσαιος; Phot. erkl. περιβόλαια περιφερῆ καὶ νησοειδῆ; vgl. Menand. p. 34.
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:15, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίνησος Medium diacritics: περίνησος Low diacritics: περίνησος Capitals: ΠΕΡΙΝΗΣΟΣ
Transliteration A: perínēsos Transliteration B: perinēsos Transliteration C: perinisos Beta Code: peri/nhsos

English (LSJ)

ον, edged with purple (or with a fringe): περίνησον (sc. ἱμάτιον), τό, robe with a purple border (or with a fringe), Antiph.297, Men.92, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 583] mit purpurnem Vorstoße; τὸ περίνησον, sc. ἱμάτιον, Frauenkleid mit purpurnem Vorstoße (νῆσος), Antiphan. bei Poll. 7, 52. Bei Hesych. steht auch περινήσαιος; Phot. erkl. περιβόλαια περιφερῆ καὶ νησοειδῆ; vgl. Menand. p. 34.

Greek (Liddell-Scott)

περίνησος: -ον, ὁ μετὰ ἐρυθρᾶς παρυφῆς, περίνησον (ἐξυπακ. ἱμάτιον), τό, περιβόλαιον ἔχον ἐρυθρὰν παρυφήν, Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 76, «περίνησα· τὰ περιβόλαια, οἷς ἐν κύκλῳ πορφύρα παράκειται» Ἡσύχ.- Κατὰ Φώτ.: «περίνησα:περιβόλαια περιφερῆ καὶ νησοειδῆ, ὅμοια ταῖς ὑπὸ τῶν Ρωμαίων καλουμέναις χλαίναις· Μένανδρος Βοιωτίᾳ».

Greek Monolingual

-ον, Α
(για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + νῆσος.