ἁπτικός: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - " sc. " to " ''sc.'' ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἁπτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[осязательный]] ([[αἴσθησις]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[соприкасающийся]] (τὰ [[ἀλλήλων]] ἁπτικά Arst.);<br /><b class="num">3</b> (хорошо), [[осязающий]] (ἡ [[γλῶττα]] ἁπτικωτάτη, sc. ἐστίν Arst.).
|elrutext='''ἁπτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[осязательный]] ([[αἴσθησις]] Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[соприкасающийся]] (τὰ [[ἀλλήλων]] ἁπτικά Arst.);<br /><b class="num">3</b> (хорошо), [[осязающий]] (ἡ [[γλῶττα]] ἁπτικωτάτη, ''[[sc.]]'' ἐστίν Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 11:17, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁπτικός Medium diacritics: ἁπτικός Low diacritics: απτικός Capitals: ΑΠΤΙΚΟΣ
Transliteration A: haptikós Transliteration B: haptikos Transliteration C: aptikos Beta Code: a(ptiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἅπτομαι) A able to come into contact with, ἀλλήλων Arist.GC322b27. 2 abs., τὴν ἁ. αἴσθησιν the sense of touch, Id.de An.413b9, cf. Alex.Aphr.Pr.Praef.; τὸ ἁ. Arist.de An.415a3; γλῶττα ἁπτικωτάτη most sensitive to touch, Id.PA660a21. Adv. -κῶς Olymp. in Alc.p.40C. 3 of medicines, acting on, c. gen., τοῦ νευρώδους Dsc.2.179.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1sensible al tacto γλῶττα ἁπτικωτάτη Arist.PA 660a21, εἶναι ταῦτ' ἀλλήλων ἁπτικά de los seres existentes, Arist.GC 322b27.
2 que actúa sobre c. gen., de medicinas κισσὸς ... τοῦ νευρώδους Dsc.2.179.
3 referente al sentido del tacto αἴσθησις Arist.de An.413b9, Alex.Aphr.Pr.Praef., δύναμις Gal.11.715, Plot.4.3.23, ποιότητες Plot.6.3.17, ὄργανα Plot.4.3.23
subst. τὸ ἁπτικόν el sentido del tacto Arist.de An.415a3, Plu.2.898e.
II adv. -ῶς de forma sensible al tacto ἐνεργεῖν Olymp.in Alc.40.8.

German (Pape)

[Seite 340] zum Berühren, Angreifen geschickt, γλῶττα ἁπτικωτάτη Arist. part. anim. 2.

Russian (Dvoretsky)

ἁπτικός:
1 осязательный (αἴσθησις Arst.);
2 соприкасающийся (τὰ ἀλλήλων ἁπτικά Arst.);
3 (хорошо), осязающий (ἡ γλῶττα ἁπτικωτάτη, sc. ἐστίν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁπτικός: -ή, -όν, (ἅπτομαι) ὁ δυνάμενος ἢ ἐπιτήδειος ἅπτεσθαί τινος, ἀνάγκη γὰρ τῶν ὄντων ὅσοις ἐστὶ μῖξις, εἶναι ταῦτ’ ἀλλήλων ἁπτικὰ Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 6, 5. 2) ἀπολ. ἡ ἁπτικὴ αἴσθησις, ἡ αἴσθησις τῆς ἁφῆς, ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 2. 2, 7· ἄνευ τοῦ ἁπτικοῦ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων αὐτόθι 2. 3. 8· γλῶττα ἁπτικωτάτη, ἔχουσα μεγάλην ἁπτικὴν δύναμιν, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 17, 2.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἁπτικός, -ή, -όν) άπτω, -ομαι]]
αυτός που αναφέρεται στην αφή («απτική ικανότητα»)
αρχ.
ο ικανός να έρχεται σε επαφή με κάποιον ή κάτι.