τόμιον: Difference between revisions
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τόμιον:''' τό преимущ. pl. (sc. [[ἱερά]]) разрезанное на части жертвенное животное (над которым произносилась клятва) Arph., Plat., Dem. | |elrutext='''τόμιον:''' τό преимущ. pl. (''[[sc.]]'' [[ἱερά]]) разрезанное на части жертвенное животное (над которым произносилась клятва) Arph., Plat., Dem. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:35, 30 November 2022
English (LSJ)
τό, A victim cut up for sacrifice, over which oaths were taken, τόμιον ἐντέμνεσθαι to cut such a victim in pieces, Ar.Lys.192; τὰ τ. the parts of the victim used at this solemnity, ib.186, Antipho 5.88, Pl.Lg.753d, Arist.Ath.55.5; στὰς ἐπὶ τῶν τ. κάπρου καὶ κριοῦ καὶ ταύρου D.23.68, cf. Aeschin.2.87, Paus.5.24.9, al. 2 small log or block of wood, IG 11(2).199 A 55, 219 A 14 (Delos, iii B.C.).
Russian (Dvoretsky)
τόμιον: τό преимущ. pl. (sc. ἱερά) разрезанное на части жертвенное животное (над которым произносилась клятва) Arph., Plat., Dem.
Greek (Liddell-Scott)
τόμιον: τό, (τομὴ) θῦμα κατατμηθὲν εἰς θυσίαν, ἐφ οὗ ἐγίνοντο ὅρκοι, τόμιον ἐντέμνεσθαι, κόπτειν τοιοῦτον θῦμα εἰς τεμάχια, Ἀριστοφ. Λυσ. 192· τὰ τόμια, τὰ μέρη τοῦ θύματος τὰ ἐν χρήσει κατὰ τοιαύτην τελετήν, αὐτόθι 186, Ἀντιφῶν, 139. 42, Πλάτ. Νόμ. 753D· στὰς ἐπὶ τῶν τομίων κάπρου καὶ κριοῦ καὶ ταύρου, καὶ τοῦτων ἐσφαγμένων ὑφ’ ων δεῖ, καὶ ἐν αἷς ἡμέραις προσήκει Δημ. 642. 18, πρβλ. Αἰσχίν. 39. 36, Παυσ. 5. 24, 9, κ. ἀλλ. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις ἐν Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 162, 177.
Greek Monolingual
τὸ, Α τομή / τόμος
1. σφάγιο που έχει τεμαχιστεί σε θυσία και πάνω στο οποίο δίνονταν όρκοι («ἵππον λαβοῦσαι τόμιον ἐντεμοίμεθα», Αριστοφ.)
2. ακατέργαστο κομμάτι ξύλου, κούτσουρο
3. στον πληθ. τὰ τόμια
τα μέρη του σφαγίου που χρησιμοποιούνται κατά την τελετή θυσίας, τα κοψίδια («καί μοι δότω τὰ τόμιά τις», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
τόμιον: τό (τομή), θύμα κατακομμένο για να προσφερθεί σε θυσία· τὰτόμια, τα μέρη του θύματος που χρησιμοποιούνται σε τέτοια τελετή, σε Δημ.
Middle Liddell
τόμιον, ου, τό, τομή
a victim cut up for sacrifice; τὰ τόμια the parts of the victim, Dem.