τραυματικός: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=travmatikos
|Transliteration C=travmatikos
|Beta Code=traumatiko/s
|Beta Code=traumatiko/s
|Definition=ή, όν, of or for [[wounds]], <b class="b3">ἀντίδοτος, [ῥίζα</b>], Dsc.1.99, 3.3, etc.; <b class="b3">τὰ τ</b>. (sc. [[φάρμακα]]) Id.1.72.5; [[ἔστι]] (ἡ κόλλα) τραυματική Id.3.87, cf. 145.
|Definition=ή, όν, of or for [[wounds]], <b class="b3">ἀντίδοτος, [ῥίζα</b>], Dsc.1.99, 3.3, etc.; <b class="b3">τὰ τ</b>. (''[[sc.]]'' [[φάρμακα]]) Id.1.72.5; [[ἔστι]] (ἡ κόλλα) τραυματική Id.3.87, cf. 145.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τραυμᾰτικός Medium diacritics: τραυματικός Low diacritics: τραυματικός Capitals: ΤΡΑΥΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: traumatikós Transliteration B: traumatikos Transliteration C: travmatikos Beta Code: traumatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for wounds, ἀντίδοτος, [ῥίζα], Dsc.1.99, 3.3, etc.; τὰ τ. (sc. φάρμακα) Id.1.72.5; ἔστι (ἡ κόλλα) τραυματική Id.3.87, cf. 145.

German (Pape)

[Seite 1135] zur Wunde gehörig, sie betreffend, Diosc. u. a. Medic., auch = die Wunde heilend.

Greek (Liddell-Scott)

τραυμᾰτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τραύματα, ἀντίδοτος, ῥίζα Διοσκ. 1. 130, κλπ.· τὰ τραυματικὰ (ἐξυπακ. φάρμακα) ὁ αὐτ. ἐν 1. 97.

Greek Monolingual

ή, -ό / τραυματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ τραῦμα, τραύματος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε τραύμα
νεοελλ.
1. αυτός που προέρχεται ή οφείλεται σε τραύματραυματικός πυρετός» — πυρετός οφειλόμενος στην απορρόφηση προϊόντων αποδομής από μια τραυματική εστία)
2. μτφ. αυτός που επιφέρει τραυματισμό, κυρίως ψυχικό («ο πόλεμος αυτός ήταν μια τραυματική εμπειρία για ολόκληρο το ανθρώπινο γένος»)
μσν.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ τραυματικοί
οι τραυματίες, οι πληγωμένοι
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τραυματικά
φάρμακα χρήσιμα για την επούλωση τραυμάτων.