φραστήρ: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φραστήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1</b> [[дающий указания]], [[указчик]] Xen., Plut.: φ. ὁδῶν Xen. провожатый, проводник;<br /><b class="num">2</b> (sc. [[ὀδούς]]) зуб (по которому определяется возраст Arph., см. [[φράτηρ]]). | |elrutext='''φραστήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1</b> [[дающий указания]], [[указчик]] Xen., Plut.: φ. ὁδῶν Xen. провожатый, проводник;<br /><b class="num">2</b> (''[[sc.]]'' [[ὀδούς]]) зуб (по которому определяется возраст Arph., см. [[φράτηρ]]). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:35, 30 November 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, teller, expounder, τινος of or about a thing, X.Cyr.4.5.17; ὁδῶν φ. guide, ib.5.4.40, cf. Ph.2.77, Plu.2.243e: φ. ὀδόντες, = γνώμονες, the teeth that tell the age, Sch.Ar.Ra.421.
German (Pape)
[Seite 1303] ὁ, Sprecher, Andeuter, Erklärer, Jeder, der Etwas erklärt, verständlich macht, zeigt; ὁδῶν, Wegweiser, Xen. Cyr. 5, 4,40, vgl. 4, 5,17; ὀδόντες φραστῆρες, = γνώμονες, die Kennzähne, Schol. Ar. Ran. 421.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui indique, explique ou montre.
Étymologie: φράζω.
Russian (Dvoretsky)
φραστήρ: ῆρος ὁ
1 дающий указания, указчик Xen., Plut.: φ. ὁδῶν Xen. провожатый, проводник;
2 (sc. ὀδούς) зуб (по которому определяется возраст Arph., см. φράτηρ).
Greek (Liddell-Scott)
φραστήρ: ῆρος, ὁ (φράζω) ὁ φράζων, πληροφορῶν, δεικνύων, ὁδηγός, Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 5, 17· φραστὴρ ὁδῶν, ὁδηγός, αὐτόθι 5. 4. 40, πρβλ. Πλούτ. 2. 243F· ― φραστῆρες ὀδόντες, ἄλλως γνώμονες, οἱ δηλοῦντες τὴν ἡλικίαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 421, Σουΐδ. ἐν λ. ἑπτέτης (πρβλ. φράτηρ).
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που δίνει πληροφορίες για κάτι
2. φρ. α) «φραστὴρ ὁδοῦ [ή ὁδῶν]» — οδηγός
β) «φραστῆρες ὀδόντες» — τα δόντια από τα οποία διακρίνεται η ηλικία ενός ζώου (Σχόλ. Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω (Ι) + κατάλ. -τήρ].
Greek Monotonic
φραστήρ: -ῆρος, ὁ (φράζω), ομιλητής, αυτός που καθοδηγεί, πληροφοριοδότης, τινος, για ή σχετικά με ένα πράγμα, σε Ξεν.· φραστὴρ ὁδῶν, οδηγός, στον ίδ.· φραστῆρες ὀδόντες, τα δόντια που δηλώνουν την ηλικία.