καταχρίω: Difference between revisions
κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κατα-χρίω insmeren, zalven. | |elnltext=κατα-χρίω insmeren, zalven. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=([[χρίω]]), <i>[[bestreichen]]</i>; τὸ [[πρόσωπον]] πηλῷ Luc. <i>Anach</i>. 9; bes. <i>mit [[Salbe]] [[einreiben]], [[LXX]]</i> und Medic.; – τροφὴν τοῖς νεοττοῖς παραθεῖσαι καταχρίουσιν Arist. <i>H.A</i>. 9.40. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{elmes | {{elmes | ||
|esmgtx=[[rociar]] con vinagre ἐὰν εἴπῃς ἐπὶ σπάσματος ἢ συντρίμ<μ>ατος τὸ ὄνομα γʹ, καταχρίσας γῆν μετὰ ὄξους, ἀπαλλάξεις <b class="b3">si dices el nombre tres veces sobre una torcedura o fractura, habiendo rociado tierra con vinagre, la alejarás</b> P XIII 247 | |esmgtx=[[rociar]] con vinagre ἐὰν εἴπῃς ἐπὶ σπάσματος ἢ συντρίμ<μ>ατος τὸ ὄνομα γʹ, καταχρίσας γῆν μετὰ ὄξους, ἀπαλλάξεις <b class="b3">si dices el nombre tres veces sobre una torcedura o fractura, habiendo rociado tierra con vinagre, la alejarás</b> P XIII 247 | ||
}} | }} |
Revision as of 12:32, 30 November 2022
English (LSJ)
[ῑ], anoint, smear, coat, Arist.HA625b31; τέγη IG11(2).203 A54(Delos, iii B.C.); τὰ τείχη τῆς σκηνῆς ib.199 A102 (ibid.); θίβιν ἀσφαλτοπίσσῃ LXX Ex.2.3; πηλῷ πρόσωπον Luc.Anach.9; θρόνους ἀσβόλῳ Ael. VH2.15:—Med., -κεχρῖσθαι τὸ πρόσωπον Artem.4.41:—Pass., Dsc.2.70; βολβίτῳ -κεχρισμένος M.Ant.3.3; ἐλαίῳ κ. Ph.2.158; κατακεχριμένα, = οβλῐτα, Gloss.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-χρίω insmeren, zalven.
German (Pape)
(χρίω), bestreichen; τὸ πρόσωπον πηλῷ Luc. Anach. 9; bes. mit Salbe einreiben, LXX und Medic.; – τροφὴν τοῖς νεοττοῖς παραθεῖσαι καταχρίουσιν Arist. H.A. 9.40.
Russian (Dvoretsky)
καταχρίω: (ῑ) намазывать, натирать (τὴν τροφήν τινι Arst.; τὸ πρόσωπον πηλῷ Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
καταχρίω: ι: μέλλ. -ίσω, χρίω τι ἐντελῶς, ἐπαλείφω ὡς ἀλοιφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 35· τὰ ἡλκωμένα κατέχριε φαρμάκοις Γαλ.· τὸ πρόσωπον πηλῷ κ. Λουκ. Ἀνάχ. 9, κτλ.·- Μέσ., καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῖκες, ψιμυθιοῦσθαι, Ἀρτεμίδ. 4. 43 (41)· κατ. καὶ ἀπαλείφουσι τὸν πατέρα, μεταφορ., ἐπὶ τῆς φιλοσοφικῆς παιδεύσεως, Θεμίστ. 32, σ. 357Β.
Spanish
Greek Monolingual
καταχρίω (Α)
1. χρίω κάτι εντελώς, επιστρώνω, επαλείφω ως αλοιφή («ἑλαίῳ καταχρίεσθαι», Φίλ.)
2. μέσ. καταχρίομαι
πασαλείβομαι, φτειασιδώνομαι, ψιμυθιώνομαι («καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῑκες», Αρτεμίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + χρίω «επαλείφω»].
Léxico de magia
rociar con vinagre ἐὰν εἴπῃς ἐπὶ σπάσματος ἢ συντρίμ<μ>ατος τὸ ὄνομα γʹ, καταχρίσας γῆν μετὰ ὄξους, ἀπαλλάξεις si dices el nombre tres veces sobre una torcedura o fractura, habiendo rociado tierra con vinagre, la alejarás P XIII 247