εὐφορβία: Difference between revisions

From LSJ

κατ' ἐπιταγήν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ → by command of the eternal God, by command of God eternal

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=eu)forbi/a
|Beta Code=eu)forbi/a
|Definition=ἡ, [[high feeding]], σφαδᾴζεις πῶλος ὣς εὐφορβίᾳ <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span> 848</span>.
|Definition=ἡ, [[high feeding]], σφαδᾴζεις πῶλος ὣς εὐφορβίᾳ <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span> 848</span>.
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>gute [[Nahrung]]</i>, Soph. frg. 727.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐφορβία]], ἡ (Α) [[εύφορβος]]<br />καλή, άφθονη [[τροφή]] ζώων («σφαδάζεις [[πῶλος]] ὥς εὐφορβίᾳ [[γαστήρ]] τε γάρ σου καὶ [[γνάθος]] [[πλήρης]]», <b>Σοφ.</b>).<br />η (ΑΜ [[εὐφόρβιον]], τὸ [[Εύφορβος]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] φυτού (κν. [[γαλατσίδα]])<br /><b>2.</b> ο [[γαλακτώδης]] [[χυμός]] του φυτού [[αυτού]].
|mltxt=[[εὐφορβία]], ἡ (Α) [[εύφορβος]]<br />καλή, άφθονη [[τροφή]] ζώων («σφαδάζεις [[πῶλος]] ὥς εὐφορβίᾳ [[γαστήρ]] τε γάρ σου καὶ [[γνάθος]] [[πλήρης]]», <b>Σοφ.</b>).<br />η (ΑΜ [[εὐφόρβιον]], τὸ [[Εύφορβος]]<br /><b>1.</b> [[είδος]] φυτού (κν. [[γαλατσίδα]])<br /><b>2.</b> ο [[γαλακτώδης]] [[χυμός]] του φυτού [[αυτού]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>gute [[Nahrung]]</i>, Soph. frg. 727.
}}
}}

Revision as of 12:33, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφορβία Medium diacritics: εὐφορβία Low diacritics: ευφορβία Capitals: ΕΥΦΟΡΒΙΑ
Transliteration A: euphorbía Transliteration B: euphorbia Transliteration C: efforvia Beta Code: eu)forbi/a

English (LSJ)

ἡ, high feeding, σφαδᾴζεις πῶλος ὣς εὐφορβίᾳ S.Fr. 848.

German (Pape)

ἡ, gute Nahrung, Soph. frg. 727.

Russian (Dvoretsky)

εὐφορβία:хороший или обильный корм Soph. ap. Plut.

Greek (Liddell-Scott)

εὐφορβία: ἡ, πολυτροφία, σφαδᾳζεις πῶλος ὥς εὐφορβίᾳ, γαστήρ τε γάρ σου καὶ γνάθος πλήρης Σοφ. Ἀποσπ. 727 (Πλούτ. 2, 280F).

Greek Monolingual

εὐφορβία, ἡ (Α) εύφορβος
καλή, άφθονη τροφή ζώων («σφαδάζεις πῶλος ὥς εὐφορβίᾳ γαστήρ τε γάρ σου καὶ γνάθος πλήρης», Σοφ.).
η (ΑΜ εὐφόρβιον, τὸ Εύφορβος
1. είδος φυτού (κν. γαλατσίδα)
2. ο γαλακτώδης χυμός του φυτού αυτού.