ματαιοπονία: Difference between revisions

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />action de se donner une peine inutile.<br />'''Étymologie:''' [[ματαιοπόνος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />action de se donner une peine inutile.<br />'''Étymologie:''' [[ματαιοπόνος]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das vergebliche [[Arbeiten]]</i>; Luc. <i>d.Mort</i>. 10.8; S.Emp. <i>pyrrh</i>. 2.206.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 27: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μᾰταιοπονία, ἡ,<br />[[labour]] in [[vain]], Strab., Luc. [from μᾰταιοπόνος]
|mdlsjtxt=μᾰταιοπονία, ἡ,<br />[[labour]] in [[vain]], Strab., Luc. [from μᾰταιοπόνος]
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>das vergebliche [[Arbeiten]]</i>; Luc. <i>d.Mort</i>. 10.8; S.Emp. <i>pyrrh</i>. 2.206.
}}
}}

Revision as of 12:34, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιοπονία Medium diacritics: ματαιοπονία Low diacritics: ματαιοπονία Capitals: ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΙΑ
Transliteration A: mataioponía Transliteration B: mataioponia Transliteration C: mataioponia Beta Code: mataioponi/a

English (LSJ)

ἡ, labour in vain, Str.17.1.28, Plu.2.119e, Luc.DMort.10.8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de se donner une peine inutile.
Étymologie: ματαιοπόνος.

German (Pape)

ἡ, das vergebliche Arbeiten; Luc. d.Mort. 10.8; S.Emp. pyrrh. 2.206.

Russian (Dvoretsky)

μᾰταιοπονία:напрасный труд Plut., Luc., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰταιοπονία: ἡ, κόπος, μάταιος, Στράβ. 806, Πλούτ. 2. 119D, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 8· ― οὕτω, ματαιοπόνημα, τό, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 24.

Greek Monolingual

η (Α ματαιοπονία) ματαιοπονώ
άσκοπη, μάταιη εργασία, άγονη και ανωφελής προσπάθεια, χαμένος ή άδικος κόπος.

Greek Monotonic

μᾰταιοπονία: ἡ, μάταιος κόπος, που πηγαίνει στο βρόντο, σε Στράβ., Λουκ.

Middle Liddell

μᾰταιοπονία, ἡ,
labour in vain, Strab., Luc. [from μᾰταιοπόνος]