νυκτέριος: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 883
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><i>c.</i> [[νυκτερινός]].
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><i>c.</i> [[νυκτερινός]].
}}
{{pape
|ptext== [[νυκτερινός]]; [[ἔργον]], Qu.Maec. 11 (IX.403); Orph. περὶ σεισ. 57.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 12:35, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυκτέριος Medium diacritics: νυκτέριος Low diacritics: νυκτέριος Capitals: ΝΥΚΤΕΡΙΟΣ
Transliteration A: nyktérios Transliteration B: nykterios Transliteration C: nykterios Beta Code: nukte/rios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Luc. Peregr. 28 ; = νυκτερινός (by night, nightly, of night, nightly, nocturnal), Orph. H. 49.3 ; γλαῦξ Arat. 999 ; ἔργον AP 9.403 (Maec.).

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
c. νυκτερινός.

German (Pape)

νυκτερινός; ἔργον, Qu.Maec. 11 (IX.403); Orph. περὶ σεισ. 57.

Russian (Dvoretsky)

νυκτέριος: и 2 Luc., Anth. = νυκτερινός.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτέριος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Λουκ. Περεγρ. 28· = τῷ προηγ., Ὀρφ. Ὕμν. 48, Ἄρατ. 999, Ἀνθ. Π. 9. 403.

Greek Monolingual

νυκτέριος, -ία, -ον, θηλ. και -ος (Α) νύκτερος
νυχτερινός.

Greek Monotonic

νυκτέριος: -α, -ον και -ος, -ον, = το προηγ., σε Λουκ., Ανθ.

Middle Liddell

νυκτέριος, η, ον = νυκτερῐνός, Luc., Anth.]