συνεπιμελητής: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+), ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2, $3$4 ")
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
Line 15: Line 15:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συνεπιμελητής -οῦ, ὁ [συνεπιμελέομαι] [[iemand die mede zorg draagt]], [[medewerker]].
|elnltext=συνεπιμελητής -οῦ, ὁ [συνεπιμελέομαι] [[iemand die mede zorg draagt]], [[medewerker]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Mitbesorger]]</i>, Xen. <i>Cyr</i>. 5.4.17.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 30: Line 33:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-επιμελητής, οῦ, ὁ,<br />a [[coadjutor]], Xen.
|mdlsjtxt=συν-επιμελητής, οῦ, ὁ,<br />a [[coadjutor]], Xen.
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Mitbesorger]]</i>, Xen. <i>Cyr</i>. 5.4.17.
}}
}}

Revision as of 12:44, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεπιμελητής Medium diacritics: συνεπιμελητής Low diacritics: συνεπιμελητής Capitals: ΣΥΝΕΠΙΜΕΛΗΤΗΣ
Transliteration A: synepimelētḗs Transliteration B: synepimelētēs Transliteration C: synepimelitis Beta Code: sunepimelhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, fellow-curator, coadjutor, X.Cyr.5.4.17, IG22.1317.2 (both pl.).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
coopérateur, auxiliaire.
Étymologie: συνεπιμελέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεπιμελητής -οῦ, ὁ [συνεπιμελέομαι] iemand die mede zorg draagt, medewerker.

German (Pape)

ὁ, der Mitbesorger, Xen. Cyr. 5.4.17.

Russian (Dvoretsky)

συνεπιμελητής: οῦ ὁ помощник в делах, сотрудник Xen.

Greek Monolingual

ὁ, Α συνεπιμελοῦμαι
συνεργάτης του επιμελητή, αυτός που από κοινού με άλλον φροντίζει κάποιον ή κάτι.

Greek Monotonic

συνεπιμελητής: -οῦ, ὁ, αυτός που φροντίζει κάτι από κοινού ή που υποβοηθά αυτόν που έχει επωμιστεί συγκεκριμένη φροντίδα, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

συνεπιμελητής: -οῦ, ὁ, ὁ ὁμοῦ φροντίζων περί τινος, συμβοηθὸς ἐπιμελητοῦ, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 17, Συλλ. Ἐπιγρ. 109.

Middle Liddell

συν-επιμελητής, οῦ, ὁ,
a coadjutor, Xen.