ἀν-: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
m (Text replacement - "DMic." to "Diccionario Micénico") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=prefijo negativo, cf. 1 ἀ-. • | |dgtxt=prefijo negativo, cf. 1 ἀ-. • Diccionario Micénico: <i>a-na-pu-ke</i> [[ἀνάμπυξ]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀν-''': ἢ ἀνα-, τὸ ἀρνητικὸν προθεματικὸν [[μόριον]], οὗ συντετμημένος [[τύπος]] [[εἶναι]] τὸ στερητικὸν α:- τὸ ἀν- τοῦτο κανονικῶς τηρεῖται πρὸ φωνήεντος ὡς ἐν τοῖς ἀναίτιος, ἄνατος, ἀνώδυνος (ἂν καὶ [[πολλάκις]] παραλείπεται τὸ ν, ὡς ἐν τοῖς [[ἀέκων]], [[ἄελπτος]], ἄεργος), ὁ δὲ [[πλήρης]] [[τύπος]] διέμεινεν ἐν τοῖς [[ἀνάεδνος]], [[ἀνάελπτος]]. - Ἐκ τῆς √ΑΝ παράγονται τὰ [[ἄνευ]], Δωρ. [[ἄνις]]· πρβλ. Σανσκρ. an-, a-· Ζενδ. ana-, an-, a-· Λατ. in-, Ὀσκ. καὶ Ὀμβρ. an-, a-)· Γοτθ. i n u h· Παλ. Ὑψ. Γερ. ânu, ane (Γερμαν. ohne): πρβλ. νη-. | |lstext='''ἀν-''': ἢ ἀνα-, τὸ ἀρνητικὸν προθεματικὸν [[μόριον]], οὗ συντετμημένος [[τύπος]] [[εἶναι]] τὸ στερητικὸν α:- τὸ ἀν- τοῦτο κανονικῶς τηρεῖται πρὸ φωνήεντος ὡς ἐν τοῖς ἀναίτιος, ἄνατος, ἀνώδυνος (ἂν καὶ [[πολλάκις]] παραλείπεται τὸ ν, ὡς ἐν τοῖς [[ἀέκων]], [[ἄελπτος]], ἄεργος), ὁ δὲ [[πλήρης]] [[τύπος]] διέμεινεν ἐν τοῖς [[ἀνάεδνος]], [[ἀνάελπτος]]. - Ἐκ τῆς √ΑΝ παράγονται τὰ [[ἄνευ]], Δωρ. [[ἄνις]]· πρβλ. Σανσκρ. an-, a-· Ζενδ. ana-, an-, a-· Λατ. in-, Ὀσκ. καὶ Ὀμβρ. an-, a-)· Γοτθ. i n u h· Παλ. Ὑψ. Γερ. ânu, ane (Γερμαν. ohne): πρβλ. νη-. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:01, 3 December 2022
English (LSJ)
negat. Prefix, of which ἀ- privativum (q.v.) is a shortened form.
Spanish (DGE)
prefijo negativo, cf. 1 ἀ-. • Diccionario Micénico: a-na-pu-ke ἀνάμπυξ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀν-: ἢ ἀνα-, τὸ ἀρνητικὸν προθεματικὸν μόριον, οὗ συντετμημένος τύπος εἶναι τὸ στερητικὸν α:- τὸ ἀν- τοῦτο κανονικῶς τηρεῖται πρὸ φωνήεντος ὡς ἐν τοῖς ἀναίτιος, ἄνατος, ἀνώδυνος (ἂν καὶ πολλάκις παραλείπεται τὸ ν, ὡς ἐν τοῖς ἀέκων, ἄελπτος, ἄεργος), ὁ δὲ πλήρης τύπος διέμεινεν ἐν τοῖς ἀνάεδνος, ἀνάελπτος. - Ἐκ τῆς √ΑΝ παράγονται τὰ ἄνευ, Δωρ. ἄνις· πρβλ. Σανσκρ. an-, a-· Ζενδ. ana-, an-, a-· Λατ. in-, Ὀσκ. καὶ Ὀμβρ. an-, a-)· Γοτθ. i n u h· Παλ. Ὑψ. Γερ. ânu, ane (Γερμαν. ohne): πρβλ. νη-.