entrada: Difference between revisions
From LSJ
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
(2) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[εἰσιτητός]], [[ἀνήλυσις]], [[εἰσδοχή]], [[εἰσροή]], [[ἐμβολή]], [[εἰσαγωγή]], [[εἴσρυσις]], [[ἀμφίθυρος]], [[ἔμπτωσις]], [[εἰσίθμη]], [[εἴσπλοια]], [[εἰσέλευσις]], [[εἰσιτόν]], [[ἐμβιβασμός]], [[εἴσβασις]], [[εἴσπλοος]], [[εἴσοδον]], [[διαφοίτησις]], [[ἔνδυσις]], [[εἰσβολή]], [[εἰσοδιασμός]], [[εἰσοικισμός]], [[ἔμβασις]], [[εἰσωτικόν]], [[εἰσδρομή]], [[εἴσοδος]], [[ἄνοιγμα]], [[εἰσόδιος]], [[εἴσωσις]], [[εἴσδυσις]], [[εἰσκομιδή]] | |sltx=[[εἰσιτητός]], [[ἀνήλυσις]], [[εἰσδοχή]], [[εἰσροή]], [[ἐμβολή]], [[εἰσαγωγή]], [[εἴσρυσις]], [[ἀμφίθυρος]], [[ἔμπτωσις]], [[εἰσίθμη]], [[εἴσπλοια]], [[εἰσέλευσις]], [[εἰσιτόν]], [[ἐμβιβασμός]], [[εἴσβασις]], [[εἴσπλοος]], [[εἴσοδον]], [[διαφοίτησις]], [[ἔνδυσις]], [[εἰσβολή]], [[εἰσοδιασμός]], [[εἰσοικισμός]], [[ἔμβασις]], [[εἰσωτικόν]], [[εἰσδρομή]], [[εἴσοδος]], [[ἄνοιγμα]], [[εἰσόδιος]], [[ὁ εἰσόδιος]], [[τὸ εἰσόδιον]], [[εἰσόδιον]], [[εἴσωσις]], [[εἴσδυσις]], [[εἰσκομιδή]], [[τὸ εἰσερχόμενον]], [[εἰσερχόμενον]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:50, 6 December 2022
Spanish > Greek
εἰσιτητός, ἀνήλυσις, εἰσδοχή, εἰσροή, ἐμβολή, εἰσαγωγή, εἴσρυσις, ἀμφίθυρος, ἔμπτωσις, εἰσίθμη, εἴσπλοια, εἰσέλευσις, εἰσιτόν, ἐμβιβασμός, εἴσβασις, εἴσπλοος, εἴσοδον, διαφοίτησις, ἔνδυσις, εἰσβολή, εἰσοδιασμός, εἰσοικισμός, ἔμβασις, εἰσωτικόν, εἰσδρομή, εἴσοδος, ἄνοιγμα, εἰσόδιος, ὁ εἰσόδιος, τὸ εἰσόδιον, εἰσόδιον, εἴσωσις, εἴσδυσις, εἰσκομιδή, τὸ εἰσερχόμενον, εἰσερχόμενον