εἴσβασις
Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit
English (LSJ)
εἰσβάσεως, ἡ, an entrance, εἰσβάσεις μηχανώμενοι devising ways of entrance, E.IT101; embarkation, Th.7.30, D.C.41.42; introductory process, first stage of a magical operation, PMag.Par.1.397.
Spanish (DGE)
(εἴσβᾰσις) εἰσβάσεως, ἡ
• Alolema(s): ἔσβασις E.IT 101, Th.7.30, Arr.An.4.5.7, D.C.41.42.5
1 entrada, acceso ἢν δ' ἀνοίγοντες πύλας ληφθῶμεν ἐσβάσεις τε μηχανώμενοι θανούμεθ' E.l.c., cf. Sch.Ph.180, ἡ ἐς τὸν ποταμὸν εἴσβασις Arr.l.c., ἡ εἴσβασις αὐτῶν (τῶν ἱερῶν) πρὸς τὰ τέσσαρα κλίματα Olymp.Alch.87.11.
2 náut. embarque ἐν τῇ ἐσβάσει en el momento de embarcar Th.l.c., ἐν τῇ ἐς τὰ πλοῖα ἐσβάσει D.C.l.c.
3 en un escrito comienzo, inicio Ἀστερίου λόγος εἰς τὴν εἴσβασιν τῶν ἁγίων νηστειῶν Ast.Am.Hom.14 (tít.).
German (Pape)
[Seite 741] ἡ, das Hineingehen, der Eingang; Eur. I. T 101; das Einschiffen, Thuc. 7, 30; ἡ ἐς τὰ πλοῖα D. Cass. 41, 42.
French (Bailly abrégé)
εἰσβάσεως (ἡ) :
anc. att. ἔσβασις;
1 action d'entrer;
2 action de s'embarquer, embarquement.
Étymologie: εἰσβαίνω.
Russian (Dvoretsky)
εἴσβᾰσις: староатт. ἔσβᾰσις, εἰσβάσεως ἡ
1 вход: εἰσβάσεις μηχανᾶσθαι Eur. придумывать способы войти;
2 посадка на корабли (ἐν τῇ εἰσβάσει Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
εἴσβᾰσις: εἰσβάσεως, ἡ, τὸ εἰσβαίνειν, εἰσβάσεις μηχανώμενοι, ἐπινοοῦντες τρόπους εἰσόδου, Εὐρ. Ι. Τ. 101· ἐπιβίβασις, Θουκ. 7. 30, Δίων Κ. 41. 42.
Greek Monolingual
εἴσβασις, η (Α)
1. είσοδος, τρόπος εισόδου («εἰσβάσεις μηχανώμενοι»)
2. επιβίβαση
3. πρώτο στάδιο μαγικής τελετής.
Greek Monotonic
εἴσβᾰσις: εἰσβάσεως, ἡ (εἰσβαίνω), είσοδος, τρόποι εισαγωγής σε μέρος, σε Ευρ.· επιβίβαση (μπαρκάρισμα), σε Θουκ.
Middle Liddell
εἴσβᾰσις, εἰσβάσεως εἰσβαίνω
an entrance, means of entrance, Eur.: embarkation, Thuc.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
conscensus (navium), boarding (of ships), 7.30.2.