εἴσβασις

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἴσβᾰσις Medium diacritics: εἴσβασις Low diacritics: είσβασις Capitals: ΕΙΣΒΑΣΙΣ
Transliteration A: eísbasis Transliteration B: eisbasis Transliteration C: eisvasis Beta Code: ei)/sbasis

English (LSJ)

εἰσβάσεως, ἡ, an entrance, εἰσβάσεις μηχανώμενοι devising ways of entrance, E.IT101; embarkation, Th.7.30, D.C.41.42; introductory process, first stage of a magical operation, PMag.Par.1.397.

Spanish (DGE)

(εἴσβᾰσις) εἰσβάσεως, ἡ
• Alolema(s): ἔσβασις E.IT 101, Th.7.30, Arr.An.4.5.7, D.C.41.42.5
1 entrada, acceso ἢν δ' ἀνοίγοντες πύλας ληφθῶμεν ἐσβάσεις τε μηχανώμενοι θανούμεθ' E.l.c., cf. Sch.Ph.180, ἡ ἐς τὸν ποταμὸν εἴσβασις Arr.l.c., ἡ εἴσβασις αὐτῶν (τῶν ἱερῶν) πρὸς τὰ τέσσαρα κλίματα Olymp.Alch.87.11.
2 náut. embarque ἐν τῇ ἐσβάσει en el momento de embarcar Th.l.c., ἐν τῇ ἐς τὰ πλοῖα ἐσβάσει D.C.l.c.
3 en un escrito comienzo, inicio Ἀστερίου λόγος εἰς τὴν εἴσβασιν τῶν ἁγίων νηστειῶν Ast.Am.Hom.14 (tít.).

German (Pape)

[Seite 741] ἡ, das Hineingehen, der Eingang; Eur. I. T 101; das Einschiffen, Thuc. 7, 30; ἡ ἐς τὰ πλοῖα D. Cass. 41, 42.

French (Bailly abrégé)

εἰσβάσεως (ἡ) :
anc. att. ἔσβασις;
1 action d'entrer;
2 action de s'embarquer, embarquement.
Étymologie: εἰσβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

εἴσβᾰσις: староатт. ἔσβᾰσις, εἰσβάσεως ἡ
1 вход: εἰσβάσεις μηχανᾶσθαι Eur. придумывать способы войти;
2 посадка на корабли (ἐν τῇ εἰσβάσει Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

εἴσβᾰσις: εἰσβάσεως, ἡ, τὸ εἰσβαίνειν, εἰσβάσεις μηχανώμενοι, ἐπινοοῦντες τρόπους εἰσόδου, Εὐρ. Ι. Τ. 101· ἐπιβίβασις, Θουκ. 7. 30, Δίων Κ. 41. 42.

Greek Monolingual

εἴσβασις, η (Α)
1. είσοδος, τρόπος εισόδου («εἰσβάσεις μηχανώμενοι»)
2. επιβίβαση
3. πρώτο στάδιο μαγικής τελετής.

Greek Monotonic

εἴσβᾰσις: εἰσβάσεως, ἡ (εἰσβαίνω), είσοδος, τρόποι εισαγωγής σε μέρος, σε Ευρ.· επιβίβαση (μπαρκάρισμα), σε Θουκ.

Middle Liddell

εἴσβᾰσις, εἰσβάσεως εἰσβαίνω
an entrance, means of entrance, Eur.: embarkation, Thuc.

English (Woodhouse)

entrance, way in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Lexicon Thucydideum

conscensus (navium), boarding (of ships), 7.30.2.