κατολισθάνω: Difference between revisions
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "εἰς" to "εἰς") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=glisser, se laisser tomber ; <i>fig.</i> | |btext=glisser, se laisser tomber ; <i>fig.</i> εἰς ἔρωτα tomber amoureux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀλισθάνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 12:19, 10 December 2022
English (LSJ)
later κατολισθ-αίνω Gal.7.36, Agath.1.1: Ep. aor. 2 κατόλισθε A.R.1.390: aor. 1 -ωλίσθησα Alciphr.3.64: pf. -ωλίσθηκα Orib.50.42.3:—slip, sink down, Str.4.6.6; of hernia, Gal.l.c.; of a building, collapse, Agath.1.10: metaph., ἐς πάθος, εἰς ἔρωτα, Luc. Abd.28, Alciphr. l.c.; εἰς τὸ βλάσφημον Ael.Fr.60; εἰς πλεονεξίαν Agath.1.1.
French (Bailly abrégé)
glisser, se laisser tomber ; fig. εἰς ἔρωτα tomber amoureux.
Étymologie: κατά, ὀλισθάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-ολισθάνω uitglijden; overdr. terugvallen:. ἐς τὸ πάθος τοῦτο in die aandoening Luc. 54.28.
German (Pape)
(ὀλισθαίνω), hinunter-, hineingleiten, verfallen, versinken; Strab. IV.204 und andere Spätere, wie Luc. und Ael.; aor. κατόλισθε Ap.Rh. 1.390; κατώλισθον Vetera Lexica; κατωλίσθησα, εἰς ἔρωτα, Alciphr. 3.64; Clem.Al.
Russian (Dvoretsky)
κατολισθάνω: досл. соскальзывать, перен. впадать, попадать, быть увлеченным (ἐς πάθος Luc.).
Greek Monolingual
κατολισθάνω (Α)
βλ. κατολισθαίνω.
Greek Monotonic
κατολισθάνω: μέλ. -ολισθήσω, γλιστρώ ή βυθίζομαι προς τα κάτω, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κατολισθάνω: (ἴδε ἐν λέξει ὀλισθάνω)· Ἐπικ. ἀόρ. (ἀναύξ.) κατόλισθε, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 390·- ὀλισθαίνων καταπίπτω ἢ βυθίζομαι, καταντῶ, Στράβ. 204, κτλ.· ἐς πάθος, εἰς ἔρωτα Λουκ. Ἀποκηρυττ. 28, Ἀλκίφρων 3. 62· εἰς τὸ βλάσφημον Αἰλ. παρὰ Σουΐδ.· εἰς πλοκάμους γυναικείους Κλήμ. Ἀλ. 289.