ἐκκαθαρίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned

Source
(5)
 
m (Text replacement - "αὐτοῦ" to "αὐτοῦ")
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekkatharizo
|Transliteration C=ekkatharizo
|Beta Code=e)kkaqari/zw
|Beta Code=e)kkaqari/zw
|Definition== foreg., <span class="bibl">LXX <span class="title">De.</span>32.43</span>.
|Definition== [[ἐκκαθαίρω]] ([[cleanse out]], [[clear out]], [[polish up]], [[clear off]], [[clear away]]), [[LXX]] De. 32.43.
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">• Alolema(s):</b> lat. excatarisso</i> Petron.67.10<br /><b class="num">I</b> gener. [[limpiar totalmente]] τὸ πρόσωπον ... μεμολυσμένον Ath.686d<br /><b class="num">•</b>[[hacer limpia]], [[apurar]], <i>excatarissasti me</i>, me dejaste limpio de dinero</i>, Petron.l.c., τὸν ἀμητὸν αὑτῶν καὶ τὴν ὁδόν de hormigas <i>Phys</i>.B 255.4.<br /><b class="num">II</b> relig.<br /><b class="num">1</b> [[purificar]] c. ac. de lugar τὴν γῆν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ [[LXX]] <i>De</i>.32.43.<br /><b class="num">2</b> [[limpiar]], [[eliminar]] c. ac. de la impureza quitada πονηρίαν [[LXX]] <i>Id</i>.20.13B.
}}
{{ls
|lstext='''ἐκκαθαρίζω''': τῷ προηγ., Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 43).
}}
{{grml
|mltxt=και [[ξεκαθαρίζω]] (AM [[ἐκκαθαρίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[απαλλάσσω]] [[κάτι]] απ' ό,τι περιττό ή άχρηστο<br /><b>2.</b> (για [[υπηρεσία]], [[οργάνωση]] <b>κ.λπ.</b>) [[απαλλάσσω]] από όσους ανίκανους, περιττούς ή ανεπιθύμητους υπηρετούν<br /><b>3.</b> (για [[υπόθεση]]) [[αποσαφηνίζω]] («το [[ζήτημα]] ξεκαθάρισε»)<br /><b>4.</b> (για λογαριασμό) [[τακτοποιώ]], [[βρίσκω]] το πιστωτικό ή χρεωστικό [[υπόλοιπο]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> (<i>ἐ</i>)<i>ξεκαθάρισε</i><br />βγαίνει ασφαλές [[συμπέρασμα]] ότι... || <b>αρχ.-μσν.</b> [[εκκαθαίρω]].
}}
{{pape
|ptext== [[ἐκκαθαίρω]], <i>[[LXX]]</i>.
}}
}}

Latest revision as of 19:38, 11 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκκᾰθᾰρίζω Medium diacritics: ἐκκαθαρίζω Low diacritics: εκκαθαρίζω Capitals: ΕΚΚΑΘΑΡΙΖΩ
Transliteration A: ekkatharízō Transliteration B: ekkatharizō Transliteration C: ekkatharizo Beta Code: e)kkaqari/zw

English (LSJ)

= ἐκκαθαίρω (cleanse out, clear out, polish up, clear off, clear away), LXX De. 32.43.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): lat. excatarisso Petron.67.10
I gener. limpiar totalmente τὸ πρόσωπον ... μεμολυσμένον Ath.686d
hacer limpia, apurar, excatarissasti me, me dejaste limpio de dinero, Petron.l.c., τὸν ἀμητὸν αὑτῶν καὶ τὴν ὁδόν de hormigas Phys.B 255.4.
II relig.
1 purificar c. ac. de lugar τὴν γῆν τοῦ λαοῦ αὐτοῦ LXX De.32.43.
2 limpiar, eliminar c. ac. de la impureza quitada πονηρίαν LXX Id.20.13B.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκαθαρίζω: τῷ προηγ., Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 43).

Greek Monolingual

και ξεκαθαρίζω (AM ἐκκαθαρίζω)
νεοελλ.
1. απαλλάσσω κάτι απ' ό,τι περιττό ή άχρηστο
2. (για υπηρεσία, οργάνωση κ.λπ.) απαλλάσσω από όσους ανίκανους, περιττούς ή ανεπιθύμητους υπηρετούν
3. (για υπόθεση) αποσαφηνίζω («το ζήτημα ξεκαθάρισε»)
4. (για λογαριασμό) τακτοποιώ, βρίσκω το πιστωτικό ή χρεωστικό υπόλοιπο
5. φρ. ()ξεκαθάρισε
βγαίνει ασφαλές συμπέρασμα ότι...

German (Pape)

ἐκκαθαίρω, LXX.