ενδυνάμωση: Difference between revisions

From LSJ

πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream

Source
(12)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ενίσχυση]], [[δυνάμωμα]] («[[ενδυνάμωση]] οργανισμού»)<br /><b>2.</b> η [[εμφάνιση]] φωτοτύπου που παρουσιάζει ατελή [[εικόνα]] με χημικά [[μέσα]] για να γίνει ζωηρότερο.
|mltxt=η<br /><b>1.</b> [[ενίσχυση]], [[δυνάμωμα]] («[[ενδυνάμωση]] οργανισμού»)<br /><b>2.</b> η [[εμφάνιση]] φωτοτύπου που παρουσιάζει ατελή [[εικόνα]] με χημικά [[μέσα]] για να γίνει ζωηρότερο.
}}
{{trml
|trtx====[[strengthening]]===
Armenian: ամրապնդում; Bulgarian: усилване; Dutch: [[versterking]]; Greek: [[δυνάμωση]], [[ενδυνάμωση]], [[δυνάμωμα]]; Ancient Greek: [[δυνάμωσις]], [[ἐνδυναμία]], [[ἐνδυνάμωσις]], [[ἐνίσχυσις]], [[ἐπίρρωσις]], [[ἰσχυροποίησις]], [[κράτησις]], [[ῥῶσις]]; Italian: [[potenziamento]], [[rafforzamento]]; Norwegian Bokmål: forsterkning; Nynorsk: forsterkning; Polish: wzmacniająca; Spanish: [[reforzamiento]], [[refuerzo]], [[fortalecimiento]]
}}
}}

Latest revision as of 08:43, 8 January 2023

Greek Monolingual

η
1. ενίσχυση, δυνάμωμαενδυνάμωση οργανισμού»)
2. η εμφάνιση φωτοτύπου που παρουσιάζει ατελή εικόνα με χημικά μέσα για να γίνει ζωηρότερο.

Translations

strengthening

Armenian: ամրապնդում; Bulgarian: усилване; Dutch: versterking; Greek: δυνάμωση, ενδυνάμωση, δυνάμωμα; Ancient Greek: δυνάμωσις, ἐνδυναμία, ἐνδυνάμωσις, ἐνίσχυσις, ἐπίρρωσις, ἰσχυροποίησις, κράτησις, ῥῶσις; Italian: potenziamento, rafforzamento; Norwegian Bokmål: forsterkning; Nynorsk: forsterkning; Polish: wzmacniająca; Spanish: reforzamiento, refuerzo, fortalecimiento