σαβάζω: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=briser.<br />'''Étymologie:''' DELG -. | |btext=[[briser]].<br />'''Étymologie:''' DELG -. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />και σαββάζω Α [[Σαβάζιος]]<br />[[συμμετέχω]] στην [[εορτή]] του Σαβαζίου, στα [[Σαβάζια]] μυστήρια.<br /> <b>(II)</b><br />Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σαβάξας<br />διασκεδάσας, διασαλεύσας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. του επιθ. [[σαβακός]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />και σαββάζω Α [[Σαβάζιος]]<br />[[συμμετέχω]] στην [[εορτή]] του Σαβαζίου, στα [[Σαβάζια]] μυστήρια.<br /> <b>(II)</b><br />Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «σαβάξας<br />διασκεδάσας, διασαλεύσας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. του επιθ. [[σαβακός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 8 January 2023
English (LSJ)
shake violently, scatter, in aor. part. σαβάξας, Hsch., Phot.
German (Pape)
[Seite 856] zerbrechen, zertrümmern, Hesych. Vgl. σαβάκτης. das Fest des Sabazios od. Bacchus begehen, übh. sich bacchantisch gebehrden, VLL.
French (Bailly abrégé)
briser.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
(I)
και σαββάζω Α Σαβάζιος
συμμετέχω στην εορτή του Σαβαζίου, στα Σαβάζια μυστήρια.
(II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «σαβάξας
διασκεδάσας, διασαλεύσας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για μετονοματικό παρ. του επιθ. σαβακός.