ἀντικελεύω: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s]+)\.<br" to "btext=$1.<br") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=donner un ordre à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[κελεύω]]. | |btext=[[donner un ordre à son tour]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[κελεύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:05, 8 January 2023
English (LSJ)
bid, command in turn, Th.1.128: Pass., to be bidden to do a thing in turn, ib.139.
Spanish (DGE)
exigir a su vez, reclamar τοὺς Λακεδαιμονίους τὸ ἀπὸ Ταινάρου ἄγος ἐλαύνειν Th.1.128
•v. pas. Λακεδαιμόνιοι ... τοιαῦτα ... ἀντεκελεύσθησαν a los lacedemonios les fueron exigidas tales cosas Th.1.139.
German (Pape)
[Seite 253] (s. κελεύω), dagegen befehlen, auffordern, Thuc. 1, 128. 139.
French (Bailly abrégé)
donner un ordre à son tour.
Étymologie: ἀντί, κελεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντικελεύω: отдавать в свою очередь приказание (ποιεῖν τι Thuc.): τοιαῦτα ἐπέταξάν τε καὶ ἀντεκελεύσθησαν Thuc. вот о чем они распорядились и о чем сами получили приказания.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντικελεύω: κελεύω καὶ ἐγὼ ἀφ’ ἑτέρου τὸν κελεύσαντα, ἀντεκέλευον δὲ καὶ οἱ Ἀθηναῖοι τοὺς Λακεδαιμονίους Θουκ. 1. 128: - Παθ., κελεύομαι καὶ ἐγώ τι ἐξ ἄλλου, Λακεδαιμόνιοι δὲ ... τοιαῦτα ἐπέταξάν τε καὶ ἀντεκελεύσθησαν ὁ αὐτ. 1. 139.
Greek Monolingual
ἀντικελεύω (Α)
διατάζω κι εγώ αυτόν που με διατάζει.
Greek Monotonic
ἀντικελεύω: μέλ. -σω, προστάζω με τη σειρά μου, σε Θουκ. — Παθ., καλούμαι να κάνω κάτι σε αντάλλαγμα, στον ίδ.
Middle Liddell
to command in turn, Thuc.:— Pass. to be bidden to do a thing in turn, Thuc.