δεσποσύνη: Difference between revisions
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />pouvoir absolu.<br />'''Étymologie:''' [[δεσπότης]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />[[pouvoir absolu]].<br />'''Étymologie:''' [[δεσπότης]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:05, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, absolute rule, despotism, Hdt.7.102.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
despotismo ἡ Ἑλλὰς τήν τε πενίην ἀπαμύνεται καὶ τὴν δεσποσύνην Hdt.7.102, cf. Gloss.2.55.
German (Pape)
[Seite 551] ἡ, die unumschränkte Herrschaft, Her. 7, 102.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
pouvoir absolu.
Étymologie: δεσπότης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δεσποσύνη -ης, ἡ [δεσπόσυνος] overheersing.
Russian (Dvoretsky)
δεσποσύνη: ἡ неограниченное господство, деспотическая власть, деспотия Her., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
δεσποσύνη: ἡ, ἀπόλυτος κυβέρνησις, δεσποτισμός, Ἡρόδ. 7. 102.
Greek Monolingual
η (Α δεσποσύνη)
νεοελλ.
1. η θυγατέρα του δεσπότη, του κυρίου
2. η δεσποινίς
αρχ.
απολυταρχική διακυβέρνηση, δεσποτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο θηλ. του επιθ. δεσπόσυνος].