διέραμα: Difference between revisions

From LSJ

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />filtre.<br />'''Étymologie:''' [[διεράω]].
|btext=ατος (τό) :<br />[[filtre]].<br />'''Étymologie:''' [[διεράω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:11, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διέρᾱμα Medium diacritics: διέραμα Low diacritics: διέραμα Capitals: ΔΙΕΡΑΜΑ
Transliteration A: diérama Transliteration B: dierama Transliteration C: dierama Beta Code: die/rama

English (LSJ)

ατος, τό, A funnel, strainer, Plu.2.1088e. II hopper for lading corn in bulk, PThead.26, 27 (pl., iii A. D.): hence, διερ-ᾱμᾰτίτης, ου, ὁ, contractor for use of διέραμα 11, POxy.1197.4 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
• Grafía: graf. διάραμα PBremen 48.28 (II d.C.), PMil.Vogl.189.6 (III d.C.), διαίρεμα PSakaon 11.13, 82.13 (ambos III d.C.), διαίραμα PStras.519.2 (III/IV d.C.)
1 colador, tamiz διεράματι τοῦ σώματος χρῆσθαι τῇ ψυχῇ Plu.2.1088e, cf. 1073d.
2 en principio tal vez tolva o rampa para el embarque esp. de áridos, pero gener. instalación portuaria consistente en barcazas que hacían el trasbordo del grano a otra gran nave de carga fondeada fuera de puerto ἀπὸ δ[ι] εραμάτων εἰς τοὺς ἐν Πτο(λημαΐδι) θησαυρούς SB 7515.496 (II d.C.), cf. POxy.3250.24 (I d.C.), PMil.Vogl.l.c., τὰ ναῦλα τῶν διεραμάτων las tasas portuarias sobre el uso de instalaciones, e.d. por el embarque de grano, BGU 2027.15 (III d.C.), PSakaon ll.cc., para otras cargas PBremen l.c., (pero prob. confundido con formas de διαίρω).

German (Pape)

[Seite 620] τό, Trichter zum Durchgießen, οἶνον διαχέειν Plut. adv. Epic. 4.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
filtre.
Étymologie: διεράω.

Greek Monolingual

διέραμα, το (Α)
1. στραγγιστήρι, σουρωτήρι
2. χοάνη που χρησιμοποιούσαν στο φόρτωμα σταριών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διερώ (-άω) «στραγγίζω, φιλτράρω»].

Russian (Dvoretsky)

διέραμα: ατος τό воронка или фильтр: διεράματι χρῆσθαι Plut. процеживать.