κελευθήτης: Difference between revisions
From LSJ
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />voyageur.<br />'''Étymologie:''' [[κέλευθος]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />[[voyageur]].<br />'''Étymologie:''' [[κέλευθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 13:50, 8 January 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, wayfarer, AP6.120 (Leon.: prob. -ίτης).
German (Pape)
[Seite 1414] ὁ, der Wanderer, Leon. Tar. 60 (VI, 120).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
voyageur.
Étymologie: κέλευθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κελευθήτης -ου, ὁ [κέλευθος] reiziger.
Russian (Dvoretsky)
κελευθήτης: ου adj. m путешествующий, странствующий (ἄνθρωπος Anth.).
Greek Monolingual
κελευθήτης, ὁ (Α)
ο οδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + κατάλ. -ήτης (πρβλ. αυλήτης, σκηνήτης)].
Greek Monotonic
κελευθήτης: -ου, ὁ, οδοιπόρος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κελευθήτης: -ου, ὁ, ὁδοιπόρος, Ἀνθ. Π. 6. 120, πρβλ. κελευθοπόρος.
Middle Liddell
κελευθήτης, ου,
a wayfarer, Anth.