περιδινής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />tournoyant.<br />'''Étymologie:''' [[περιδινέω]].
|btext=ής, ές :<br />[[tournoyant]].<br />'''Étymologie:''' [[περιδινέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 14:23, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιδῑνής Medium diacritics: περιδινής Low diacritics: περιδινής Capitals: ΠΕΡΙΔΙΝΗΣ
Transliteration A: peridinḗs Transliteration B: peridinēs Transliteration C: peridinis Beta Code: peridinh/s

English (LSJ)

ές, circular, κύρτος AP6.23.

German (Pape)

[Seite 573] ές, im Kreise herumgedreht, κύρτος, Ep. ad. 128 (VI, 23).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tournoyant.
Étymologie: περιδινέω.

Russian (Dvoretsky)

περιδῑνής: вращаемый (κύρτος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

περιδῑνής: -ές, ὁ περιδινούμενος, κυκλοτερής, περιδινὴς κύρτος Ἀνθ. Π. 6. 23.

Greek Monolingual

-ές, Α
κυκλικός («περιδινέα κύρτον», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δίνης (< δίνη), πρβλ. ευ-δινής].

Greek Monotonic

περιδῑνής: -ές, αυτός που περιστρέφεται ολόγυρα, σε Ανθ.

Middle Liddell

περι-δῑνής, ές [from περιδῑνέω]
whirled round, Anth.