τεκνοῦς: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=teknoys
|Transliteration C=teknoys
|Beta Code=teknou=s
|Beta Code=teknou=s
|Definition=[[τεκνοῦσσα]], [[τεκνοῦν]], contr. for [[τεκνόεις]], [[τεκνόεσσα]], [[τεκνόεν]], [[having children]], [[ἄνανδρος]] ἢ [[τεκνοῦσσα]] (Brunck for [[τεκνοῦσα]] or [[τεκοῦσα]]) S.Tr.308 (v. [[παιδοῦς]]) ; οἶνον, ὃς . . τὰς γυναῖκας τεκνούσσας ποιεῖ Thphr.HP9.18.10, as cited by Ath.1.31f ([[τεκνούσας]] codd.Ath., [[ἄτεκνος|ἀτέκνους]] codd.Thphr.); αἱ τεκνοῦσαι, opp. αἱ ἀειπάρθενοι, D.C.56.10 codd.
|Definition=[[τεκνοῦσσα]], [[τεκνοῦν]], contr. for [[τεκνόεις]], [[τεκνόεσσα]], [[τεκνόεν]], [[having children]], [[ἄνανδρος]] ἢ [[τεκνοῦσσα]] (Brunck for [[τεκνοῦσα]] or [[τεκοῦσα]]) S.Tr.308 (v. [[παιδοῦς]]); οἶνον, ὃς . . τὰς γυναῖκας τεκνούσσας ποιεῖ Thphr.HP9.18.10, as cited by Ath.1.31f ([[τεκνούσας]] codd.Ath., [[ἄτεκνος|ἀτέκνους]] codd.Thphr.); αἱ τεκνοῦσαι, opp. αἱ ἀειπάρθενοι, D.C.56.10 codd.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1083.png Seite 1083]] οῦσσα, οῦν, statt [[τεκνόεις]], εσσα, εν, Kinder habend, Soph. Trach. 308.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1083.png Seite 1083]] οῦσσα, οῦν, statt [[τεκνόεις]], εσσα, εν, Kinder habend, Soph. Trach. 308.
}}
{{bailly
|btext=οῦσσα, οῦν :<br />[[qui a des enfants]].<br />'''Étymologie:''' [[τέκνον]].
}}
{{elru
|elrutext='''τεκνοῦς:''' οῦσσα, οῦν имеющий детей Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τεκνοῦς''': οῦσσα, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τεκνόεις, εσσα, εν, ἄναδρος ἡ [[τεκνοῦσα]], ἡ [[τεκοῦσα]], ἡ [[γεννήσασα]] (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Brunck), Σοφ. Τρ. 308, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. μνημονεύει γραφ. παιδοῦσσα ἐκ τοῦ Καλλ.
|lstext='''τεκνοῦς''': οῦσσα, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τεκνόεις, εσσα, εν, ἄναδρος ἡ [[τεκνοῦσα]], ἡ [[τεκοῦσα]], ἡ [[γεννήσασα]] (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Brunck), Σοφ. Τρ. 308, [[ἔνθα]] ὁ Σχολ. μνημονεύει γραφ. παιδοῦσσα ἐκ τοῦ Καλλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦσσα, οῦν :<br />qui a des enfants.<br />'''Étymologie:''' [[τέκνον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τεκνοῦς:''' -οῦσσα, -οῦν, συνηρ. αντί [[τεκνόεις]], <i>-εσσα</i>, <i>-εν</i>, που έχει γεννήσει [[παιδιά]], σε Σοφ.
|lsmtext='''τεκνοῦς:''' -οῦσσα, -οῦν, συνηρ. αντί [[τεκνόεις]], <i>-εσσα</i>, <i>-εν</i>, που έχει γεννήσει [[παιδιά]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''τεκνοῦς:''' οῦσσα, οῦν имеющий детей Soph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τεκνοῦς]], οῦσσα, οῦν, ξοντρ. φορ [[τεκνόεις]], εσσα, εν<br />having borne children, Soph.
|mdlsjtxt=[[τεκνοῦς]], οῦσσα, οῦν, ξοντρ. φορ [[τεκνόεις]], εσσα, εν<br />having borne children, Soph.
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκνοῦς Medium diacritics: τεκνοῦς Low diacritics: τεκνούς Capitals: ΤΕΚΝΟΥΣ
Transliteration A: teknoûs Transliteration B: teknous Transliteration C: teknoys Beta Code: teknou=s

English (LSJ)

τεκνοῦσσα, τεκνοῦν, contr. for τεκνόεις, τεκνόεσσα, τεκνόεν, having children, ἄνανδροςτεκνοῦσσα (Brunck for τεκνοῦσα or τεκοῦσα) S.Tr.308 (v. παιδοῦς); οἶνον, ὃς . . τὰς γυναῖκας τεκνούσσας ποιεῖ Thphr.HP9.18.10, as cited by Ath.1.31f (τεκνούσας codd.Ath., ἀτέκνους codd.Thphr.); αἱ τεκνοῦσαι, opp. αἱ ἀειπάρθενοι, D.C.56.10 codd.

German (Pape)

[Seite 1083] οῦσσα, οῦν, statt τεκνόεις, εσσα, εν, Kinder habend, Soph. Trach. 308.

French (Bailly abrégé)

οῦσσα, οῦν :
qui a des enfants.
Étymologie: τέκνον.

Russian (Dvoretsky)

τεκνοῦς: οῦσσα, οῦν имеющий детей Soph.

Greek (Liddell-Scott)

τεκνοῦς: οῦσσα, οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τεκνόεις, εσσα, εν, ἄναδρος ἡ τεκνοῦσα, ἡ τεκοῦσα, ἡ γεννήσασα (κατὰ διόρθωσιν τοῦ Brunck), Σοφ. Τρ. 308, ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει γραφ. παιδοῦσσα ἐκ τοῦ Καλλ.

Greek Monolingual

-οῦσσα, -οῦν και τεκνόεις, -εσσα, -εν, Α
αυτός που έχει πολλά παιδιά, πολύτεκνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέκνον + κατάλ. -οῦς (< -όεις με συναίρεση, βλ. και λ. -όεις)].

Greek Monotonic

τεκνοῦς: -οῦσσα, -οῦν, συνηρ. αντί τεκνόεις, -εσσα, -εν, που έχει γεννήσει παιδιά, σε Σοφ.

Middle Liddell

τεκνοῦς, οῦσσα, οῦν, ξοντρ. φορ τεκνόεις, εσσα, εν
having borne children, Soph.