τετράσχοινος: Difference between revisions
From LSJ
Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />long de quatre schènes.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[σχοῖνος]]. | |btext=ος, ον :<br />[[long de quatre schènes]].<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], [[σχοῖνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 15:05, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, four σχοῖνοι (i.e. 240 stades) long, Str.12.3.35: neut. -σχοινον διέχειν Id.17.1.16.
German (Pape)
[Seite 1099] vier σχοῖνοι oder 240 Stadien lang, Strab. 12, 3, 35.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
long de quatre schènes.
Étymologie: τέσσαρες, σχοῖνος.
Greek (Liddell-Scott)
τετράσχοινος: -ον, ὁ ἔχων μῆκος τεσσάρων σχοίνων (δηλ. σταδίων), Στράβ. 558.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μήκος τεσσάρων σχοίνων, δηλαδή 240 σταδίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + σχοῖνος (πρβλ. πεντά-σχοινος)].
Greek Monotonic
τετράσχοινος: -ον, αυτός που έχει μήκος τεσσάρων σχοίνων, σε Στράβ.