ἀνομοιοειδής: Difference between revisions
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />d'espèce différente.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὁμοιοειδής]]. | |btext=ής, ές :<br />[[d'espèce différente]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ὁμοιοειδής]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:25, 8 January 2023
English (LSJ)
ές, of unlike kind, heterogeneous, φιλίαι Arist.EN1163b32, cf. Dam.Pr.440:—hence substantive ἀνομοιο-είδεια, ἡ, A.D.Pron.101.22.
Spanish (DGE)
-ές
1 heterogéneo, diferente φιλίαι Arist.EN 1163b32.
2 geom. compuesto de elementos heterogéneos de líneas curvas, Procl.in Euc.164.2.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d'espèce différente.
Étymologie: ἀ, ὁμοιοειδής.
German (Pape)
ές, von ungleicher Art, Arist. Nicom. 9.1.
Russian (Dvoretsky)
ἀνομοιοειδής: принадлежащий к разным видам, неодинаковый Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομοιοειδής: -ές, ὁ διαφόρου εἴδους, ἑτεροειδής, ἐν πάσαις δὲ ταῖς ἀνομοιοδέσι φιλίαις τὸ ἀνάλογον ἰσάζει καὶ σῴζει τὴν φιλίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 1: - Ἐντεῦθεν οὐσιαστ., -είδεια, ἡ, Ἀπολλ. περὶ ἀντωνυμ. 389.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀνομοιοειδής)
ανόμοιος κατά το είδος, ετεροειδής.
Greek Monotonic
ἀνομοιοειδής: -ές (εἶδος), από διαφορετικό είδος, ετερογενής, σε Αριστ.
Middle Liddell
εἶδος
of unlike kind, heterogeneous, Arist.