ἀπέκτητος: Difference between revisions

From LSJ

Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät

Menander, Monostichoi, 311
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non peigné.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πεκτέω]].
|btext=ος, ον :<br />[[non peigné]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[πεκτέω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 15:40, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπέκτητος Medium diacritics: ἀπέκτητος Low diacritics: απέκτητος Capitals: ΑΠΕΚΤΗΤΟΣ
Transliteration A: apéktētos Transliteration B: apektētos Transliteration C: apektitos Beta Code: a)pe/kthtos

English (LSJ)

ον, = ἄπεκτος (uncombed, unshorn), AP 5.269 (Paul. Sil.).

Spanish (DGE)

-ον despeinado θρίξ AP 5.270 (Paul.Sil.), cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 285] θρίξ, ungeschoren, Paul. Sil. 17 (V, 270).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non peigné.
Étymologie: , πεκτέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπέκτητος: нечесаный (θρίξ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπέκτητος: ἢ ἄπεκτος, ον, ἀκτένιστος, ἀπεκτήτου σῆς τριχὸς ἀγλαΐην Ἀνθ. Π. 5. 270, 4· ἐπὶ ἀρνῶν, ὁ ἔτι ἄκαρτος, ὁ μήπω γενόμενος ἑνὸς ἔτους, Φιλόχορος, δὲ ἱστορεῖ καὶ κεκωλῦσθαι Ἀθήνησιν ἀπέκτου ἀρνὸς μηδένα γεύεσθαι Ἀθήν. 9C, νόμος, ὥς φησιν Ἀνδροτίων, μὴ σφάττειν πρόβατον ἄπεκτον ἢ ἄτοκον (ἄποκον;) ὁ αὐτὸς 375Β, «ἄπεκτον δὲ ἄρνα ἡ ἱστορία ἔφη τὸν μήπω πεχθέντα, ἤγουν καρέντα» Εὐστ. Ἰλ. 1348. 62, καὶ καθ’ Ἡσύχ. «ἀπέκτητον· ἄκαρτον, ἀπόκιστον».

Greek Monotonic

ἀπέκτητος: -ον (πεκτέω), αχτένιστος, σε Ανθ.

Middle Liddell

πεκτέω
uncombed, Anth.