ἐπιγναμπτός: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />recourbé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιγνάμπτω]].
|btext=ή, όν :<br />][[recourbé]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιγνάμπτω]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:25, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγναμπτός Medium diacritics: ἐπιγναμπτός Low diacritics: επιγναμπτός Capitals: ΕΠΙΓΝΑΜΠΤΟΣ
Transliteration A: epignamptós Transliteration B: epignamptos Transliteration C: epignamptos Beta Code: e)pignampto/s

English (LSJ)

ή, όν, curved, twisted, ἕλικες h.Ven.87.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
]recourbé.
Étymologie: ἐπιγνάμπτω.

German (Pape)

ή, όν, umgebogen, ἕλικας H.h. Ven. 87.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγναμπτός: изогнутый, витой (ἕλιξ HH).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγναμπτός: -ή, -όν, κεκαμμένος, συνεστραμμένος, εἶχε δὲ ἐπιγναμπτὰς ἕλικας Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφροδ. 87.

Greek Monolingual

ἐπιγναμπτός, -ή, -όν (Α) επιγνάμπτω
λυγισμένος, στριφογυρισμένος.

Greek Monotonic

ἐπιγναμπτός: -ή, -όν, κυρτός, στριφτός, στριφογυριστός, σε Ύμν. Όμηρ.

Middle Liddell

ἐπιγναμπτός, ή, όν
curved, twisted, Hhymn. [from ἐπιγνάμπτω