ἱμάντινος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br />fait avec des courroies.<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάς]].
|btext=η, ον :<br />][[fait avec des courroies]].<br />'''Étymologie:''' [[ἱμάς]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 16:40, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱμάντῐνος Medium diacritics: ἱμάντινος Low diacritics: ιμάντινος Capitals: ΙΜΑΝΤΙΝΟΣ
Transliteration A: himántinos Transliteration B: himantinos Transliteration C: imantinos Beta Code: i(ma/ntinos

English (LSJ)

η, ον, of leather thongs, Hdt.4.189, Hp.Art. 78.

German (Pape)

[Seite 1252] von ledernen Riemen gemacht; θύσανοι Her. 4, 189; δεσμά Hippocr.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
]fait avec des courroies.
Étymologie: ἱμάς.

Russian (Dvoretsky)

ἱμάντινος: (ῐμ) ременный, кожаный (θύσανοι Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἱμάντῐνος: -η, -ον, (ἱμὰς) ἐξ ἱμάντων, ἐπὶ δερματίνων δεσμῶν, Ἡρόδ. 4. 189, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 837.

Greek Monolingual

ἱμάντινος, -ίνη, -ον (Α)
αυτός που αποτελείται από ιμάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάς, -άντος + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλινος, ξύλινος)].

Greek Monotonic

ἱμάντῐνος: -η, -ον (ἱμάς), αυτός που έχει συντεθεί από ιμάντες, λουριά, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἱμάντῐνος, η, ον ἱμάς
of leather thongs, Hdt.