ὑποδύτης: Difference between revisions
διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />vêtement qu'on met sous la cuirasse.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποδύω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />][[vêtement qu'on met sous la cuirasse]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑποδύω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 16:56, 8 January 2023
English (LSJ)
ου, ὁ, garment worn under a coat of mail, PEnteux.32.6 (iii B. C.), D.S.17.44, Plu.Phil.11; simply undergarment, LXX Ex.28.(27) 31, IG5(1).1390.20 (Andania, i B. C.), J.BJ5.5.7.
German (Pape)
[Seite 1216] ὁ, Unterkleid unter dem Panzer; Plut. Philop. 11; D. Sic. 17, 44.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
]vêtement qu'on met sous la cuirasse.
Étymologie: ὑποδύω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδύτης: ου ὁ одежда, надеваемая под броню Diod., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, (ὑποδύω) χιτωνίσκος ὑπὸ τὸν θώρακα φορούμενος, Διόδ. 17. 44, Πλουτ. Φιλοπ. 11. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431.
Greek Monolingual
ο / ὑποδύτης, ΝΑ, και ὑποδυτής Α ὑποδύω, -ομαι]
νεοελλ.
πουκάμισο, συνήθως βαμβακερό, τών στρατιωτικών
αρχ.
1. είδος ενδύματος που φορούσαν κάτω από τον θώρακα, είδος πανοπλίας («ἐποίησαν τὸν ὑποδύτην ὑπὸ τὴν ὑπωμίδα», ΠΔ)
2. εσώρουχο.
ὁ, Α
βλ. υποδύτης.
Greek Monotonic
ὑποδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, χιτώντας φορεμένος κάτω από τον θώρακα, σε Πλούτ.