ἐλευθερωτής: Difference between revisions
Ξένους πένητας μὴ παραδράμῃς ἰδών → Praetervidere pauperem externum cave → An armen fremden, siehst du sie, geh nicht vorbei
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1]$2.<br") |
m (Text replacement - ":<br />][[" to ":<br />[[") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br /> | |btext=οῦ (ὁ) :<br />[[libérateur]].<br />'''Étymologie:''' [[ἐλευθερόω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 17:10, 8 January 2023
English (LSJ)
οῦ, ὁ, liberator, Max.Tyr.21.6, Luc.Vit.Auct.8, D.C.41.57.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 libertador ἐ. εἰμι τῶν ἀνθρώπων del filósofo Diógenes, Luc.Vit.Auct.8, ὁ δουλείας ἐ. de Heracles, Max.Tyr.15.6, ἐλευθερωταὶ τοῦ δήμου de los asesinos de César, D.C.44.1.2, cf. 41.57.2, Sopat.Rh.Tract.242.14
•crist. libertador, redentor de Dios τῷ πάντων ἐλευθερωτῇ θεῷ χαριστήρια φερόντων Const. en Eus.VC 2.30.1, frec. de Cristo ὁ ἐ. τῆς ἐμῆς ψυχῆς ἐκ τῆς τῶν πολλῶν δουλείας A.Thom.A 142, cf. Ast.Soph.Hom.18.9, μετὰ τῶν αἰχμαλώτων ὁ ἐ. Epiph.Const.Hom.M.43.440D.
2 jur. manumisor οἱ ... τῶν ἔμπροσθεν δουλευόντων ἐλευθερωταί Iust.Nou.22.8, cf. 78.4, Cod.Iust.6.4.4.24.
German (Pape)
[Seite 796] ὁ, der Befreier, Luc. Vit. auct. 8 u. 86.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
libérateur.
Étymologie: ἐλευθερόω.
Russian (Dvoretsky)
ἐλευθερωτής: οῦ ὁ освободитель Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλευθερωτής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐλευθερῶν, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 8, Δίων Κ. 41. 57.
Greek Monolingual
ο (θηλ. ελευθερώτρια και ελευθερώτρα) (AM ἐλευθερωτής)
αυτός που ελευθερώνει, απελευθερώνει ή απολυτρώνει κάποιον
νεοελλ.
1. μηχάνημα με το οποίο δίνεται ελευθερία στην κίνηση και λειτουργία μιας μηχανής
2. θηλ. Ελευθερώτρια, η
προσωνυμία της Θεοτόκου και τύπος εικόνας προς τιμήν της για την απελευθέρωση της Ελλάδας από τη γερμανική και την ιταλική κατοχή.
Greek Monotonic
ἐλευθερωτής: -οῦ, ὁ, αυτός που ελευθερώνει, απελευθερωτής, σωτήρας, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἐλευθερωτής, οῦ, [from ἐλευθέρωσις
a liberator, Luc.