βριθοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />poids, lourd fardeau.<br />'''Étymologie:''' [[βρίθω]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />[[poids]], [[lourd fardeau]].<br />'''Étymologie:''' [[βρίθω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 17:50, 8 January 2023
English (LSJ)
ἡ, weight, Il.5.839, 12.460, Nonn.D.1.298.
Spanish (DGE)
(βρῑθοσύνη) -ης, ἡ
peso μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων βριθοσύνῃ Il.5.839, πέσε δὲ λίθος εἴσω βριθοσύνῃ Il.12.460, ἀιδνὴ κήκιε λιγνὺς βριθοσύνῃ A.R.1.390, cf. Nonn.D.1.298, Hsch.
German (Pape)
[Seite 464] ἡ, dasselbe, Hom. zweimal, dativ. βριθοσύνῃ Versanfang, Iliad. 5, 839 μέγα δ' ἔβραχε φήγινος ἄξων
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
poids, lourd fardeau.
Étymologie: βρίθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βριθοσύνη -ης, ἡ βρῖθος gewicht, zwaarte.
Russian (Dvoretsky)
βρῑθοσύνη: ἡ тяжесть, тяжеловесность Hom.
Greek (Liddell-Scott)
βρῑθοσύνη: ἡ, βάρος, βαρύτης, Ἰλ. Ε. 839, Μ, 460.
Greek Monolingual
βριθοσύνη, η (Α)
βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρίθω ή < βριθύς.
Greek Monotonic
βρῑθοσύνη: ἡ, βάρος, βαρύτητα, σε Ομήρ. Ιλ.