νεκρώδης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες:<br />qui ressemble à un mort, à un cadavre.<br />'''Étymologie:''' [[νεκρός]], -ωδης. | |btext=ης, ες:<br />[[qui ressemble à un mort]], [[à un cadavre]].<br />'''Étymologie:''' [[νεκρός]], -ωδης. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:31, 8 January 2023
English (LSJ)
ες, corpse-like, Luc.Ep.Sat.28, Aret. SA2.11; ν. πρόσωπον, 'facies Hippocratica', Gal.9.917: esp. mortified, Id.18(1).156.
German (Pape)
[Seite 238] ες, todtenartig, leichenähnlich; Luc. Epist. Saturn. 28; χρῶμα, Plut. Phoc. 28.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
qui ressemble à un mort, à un cadavre.
Étymologie: νεκρός, -ωδης.
Russian (Dvoretsky)
νεκρώδης: как у мертвеца, мертвенный (χρῶμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νεκρώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς νεκρόν, πρὸς πτῶμα, Λουκ. Ἐπιστ. Κρονικ. 28, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 11.
Greek Monolingual
-ες (Α νεκρώδης, -ῶδες) νεκρός
αυτός που έχει όψη νεκρού, όμοιος με νεκρό, με λείψανο («ὠχρὸς ὤν, πολὺ τὸ νεκρῶδες ἐπιφαίνων», Λουκιαν.)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων.
Greek Monotonic
νεκρώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει την όψη νεκρού, που μοιάζει με πτώμα, σε Λουκ.