συνέργημα: Difference between revisions
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />aide, assistance.<br />'''Étymologie:''' [[συνεργέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />[[aide]], [[assistance]].<br />'''Étymologie:''' [[συνεργέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:41, 8 January 2023
English (LSJ)
ατος, τό, assistance, support, Plb.22.4.3: pl., Id.2.42.4, 30.4.13; πρός τι Id.3.99.9, cf. Phld.Mus.p.70 K., Rh.2.83 S.; τὸ ἑκάστον ἀριθμοῦ σ., of the One, i.e. a factor in every number, Theol.Ar.7.
German (Pape)
[Seite 1019] τό, Mithülfe, Unterstützung; Pol. 2, 42, 4 u. öfter; πρός τι, 3, 99, 9.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
aide, assistance.
Étymologie: συνεργέω.
Russian (Dvoretsky)
συνέργημα: ατος τό содействие, помощь, поддержка (πρός τι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
συνέργημα: τό, βοήθεια, ὑποστήριξις, Πολύβ. 2. 42, 4· πρός τι ὁ αὐτ. 3. 99, 9.
Greek Monolingual
τὸ, Α συνεργῶ
συνεργασία, υποστήριξη.
Greek Monotonic
συνέργημα: -ατος, τό, βοήθεια, υποστήριξη, σύμπραξη, σε Πολύβ.
Middle Liddell
συνέργημα, ατος, τό, [from συνεργέω
assistance, support, Polyb.