φιλόδικος: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
m (Text replacement - "ἀηδοποιός, δικανικός, δικαρράφος, ἐγκληματικός, παλίνδικος, πολύδικος, πολυνεικής, φίλαίτιος, φιλεχθής, [[φ...) |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui aime les procès, la chicane.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[δίκη]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui aime les procès]], [[la chicane]].<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[δίκη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 18:50, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, litigious, ys.10.2, D.56.14, Arist.Rh.1400a19.
German (Pape)
[Seite 1279] Rechtshändel liebend, proceßsüchtig, streitsüchtig, zanksüchtig; Lys. 10, 2; Dem. 56, 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime les procès, la chicane.
Étymologie: φίλος, δίκη.
Russian (Dvoretsky)
φιλόδῐκος: склонный к сутяжничеству Lys., Dem., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόδῐκος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰς δίκας, τὰ ἐν τοῖς δικαστηρίοις γινόμενα, φιλοπράγμων, Λυσί. 116, 22, Δημ. 1287, 17, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 23.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλόδικος, -ον, ΝΑ
αυτός που του αρέσουν οι δίκες, αυτός που καταφεύγει συχνά στα δικαστήρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δικος (< δίκη), πρβλ. βαρύ-δικος].
Middle Liddell
φῐλό-δῐκος, ον,
fond of lawsuits, litigious, Lys., Dem.
Translations
litigious
Esperanto: procesema; German: prozessfreudig, klagefreudig, klagewütig; Greek: δικομανής, φιλόδικος; Ancient Greek: ἀηδοποιός, δικανικός, δικορράφος, ἐγκληματικός, παλίνδικος, πολύδικος, πολυνεικής, φιλαίτιος, φιλεχθής, φιληλιαστής, φιλόδικος; Ido: procesema; Latin: litigiosus