ἥδυμος: Difference between revisions
ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />agréable, doux.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]]. | |btext=ος, ον :<br />[[agréable]], [[doux]].<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 19:20, 8 January 2023
English (LSJ)
Dor. ἅδ- ον, poet. for ἡδύς, sweet, pleasant, usually epithet of sleep (v. νήδυμος, for which it is v.l. in Il.2.2, Od.4.793, 12.311, cf. Hsch. s.v. νήδυμος), h.Merc.241, 449, Antim.74, Simon.79, A.R.2.407; λόγοι Epich.179; οἶνος Orph.Fr.261: irreg. Sup. -έστατος Alcm. 137.
German (Pape)
[Seite 1153] ον, p. = ἡδύς; ὕπνος H. h. Merc. 241; Ap. Rh. 2, 407; Antimach. u. Simonids bei Schol. Il. 2, 2; λόγοι Epicharm. E. M. 420, 47; die VLL. führen aus Alcman auch den superlat. ἡδυμέστατος an. Vgl. νήδυμος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
agréable, doux.
Étymologie: ἡδύς.
Russian (Dvoretsky)
ἥδῠμος: сладкий, сладостный (ὕπνος HH).
Greek (Liddell-Scott)
ἥδῠμος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἡδύς, γλυκύς, εὐχάριστος,· ἐπίθ. τοῦ ὕπνου (πρβλ. νήδυμος), Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 241, 449, Ἀντίμ. καὶ Σιμων. παρ’ Εὐστ. 163. 28, Ἐπίχ. ἐν τῷ Ε. Μ. 420. 47· ἀνώμαλον συγκρ. ἡδυμέστερος, ὑπερθ. -έστατος, Ἀλκμὰν αὐτόθι.
Greek Monolingual
ἥδυμος, δωρ. τ. ἅδυμος, -ον (Α) ηδύς
(ποιητ. τ. του ηδύς) (συν. επίθ. του ύπνου) γλυκός, ευχάριστος (α. «ἥδυμος ὕπνος» β. «ἥδυμος οἶνος»).
Greek Monotonic
ἥδῠμος: -ον, ποιητ. αντί ἡδύς, γλυκός, ευχάριστος· επίθ. του ύπνου, σε Ομηρ. Ύμν.