ἰσομήκης: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />égal en longueur, de même longueur.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[μῆκος]].
|btext=ης, ες :<br />[[égal en longueur]], [[de même longueur]].<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[μῆκος]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:20, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομήκης Medium diacritics: ἰσομήκης Low diacritics: ισομήκης Capitals: ΙΣΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: isomḗkēs Transliteration B: isomēkēs Transliteration C: isomikis Beta Code: i)somh/khs

English (LSJ)

ες, equal in length, Arist.HA506b14; τῇ Ἀττικῇ Str.9.2.1; of numbers, having a common factor, Pl.R. 546c.

German (Pape)

[Seite 1265] ες, gleich lang; Plat. Rep. VIII, 546 c; Arist. H. A. 2, 16 u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
égal en longueur, de même longueur.
Étymologie: ἴσος, μῆκος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομήκης: имеющий одинаковую длину Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομήκης: -ες, ἴσος τὸ μῆκος, Πλάτ. Πολ. 546C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 15, 14· τινὶ Στράβ. 400, κτλ.

Greek Monolingual

-όμηκες (Α ἰσομήκης, -όμηκες)
ίσος με άλλον κατά το μήκοςἰσομήκης πως τῇ Ἀττικῇ», Στράβ.)
αρχ.
(για αριθμούς) αυτός που έχει τον ίδιο συντελεστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μήκης (< μῆκος), πρβλ. ιδιομήκης, στενομήκης].

Greek Monotonic

ἰσομήκης: -ες (μῆκος), ίσος στο μήκος, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἰσο-μήκης, ες μῆκος
equal in length, Plat.