συνενείκομαι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1, $2.<br")
m (Text replacement - "τινι" to "τινι")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=[[se heurter contre]], [[τινι]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐνείκω]].
|btext=[[se heurter contre]], τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐνείκω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 19:55, 8 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνενείκομαι Medium diacritics: συνενείκομαι Low diacritics: συνενείκομαι Capitals: ΣΥΝΕΝΕΙΚΟΜΑΙ
Transliteration A: syneneíkomai Transliteration B: syneneikomai Transliteration C: syneneikomai Beta Code: sunenei/komai

English (LSJ)

Ep. for συμφέρομαι, strike or dash against, τῷ δὴ συνενείκεται Hes.Sc.440.

German (Pape)

[Seite 1014] ep. med., = συμφέρομαι, mit dahin getragen od. dahin gerissen werden, womit zusammenprallen, von fallenden Körpern, τινί, Hes. Sc. 440.

French (Bailly abrégé)

se heurter contre, τινι.
Étymologie: σύν, ἐνείκω.

Russian (Dvoretsky)

συνενείκομαι: сталкиваться, ударяться (τινι Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

συνενείκομαι: Ἐπικ. ἀντὶ συμφέρομαι, ὁρμῶ, ἐπιφέρομαι ὁμοῦ μετά τινος, τῷ δὴ συνενείκεται Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 440· Βοιωτικὸς τύπος κατὰ τὸν Μέγ. Ἐτυμολ. 691.

Greek Monolingual

Α
εφορμώ μαζί εναντίον κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + θ. ενεικ- του αόρ. ἤνεικα του φέρω.

Greek Monotonic

συνενείκομαι: Επικ. αντί συμφέρομαι, χτυπώ ή εφορμώ, επέρχομαι από κοινού εναντίον ενός πράγματος, με δοτ., σε Ησίοδ.

Middle Liddell

epic for συμφέρομαι
to strike or dash against a thing, c. dat., Hes.