καταξενόω: Difference between revisions

From LSJ

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>part. pf. Pass.</i> κατεξενωμένος;<br />recevoir comme un hôte.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ξενόω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>part. pf. Pass.</i> κατεξενωμένος;<br />[[recevoir comme un hôte]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ξενόω]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:40, 9 January 2023

German (Pape)

[Seite 1367] gastlich aufnehmen, im pass., Aesch. Ch. 695.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. pf. Pass. κατεξενωμένος;
recevoir comme un hôte.
Étymologie: κατά, ξενόω.

Greek (Liddell-Scott)

καταξενόω: ὑποδέχομαι τὸν ξένον, φιλοξένως, καὶ καταξενόομαι, γίνομαι δεκτὸς ὡς ξένος, φιλοξενοῦμαι, κατεξενωμένος Αἰσχύλ. Χο. 706.

Russian (Dvoretsky)

καταξενόω: (только part. pf. - pass.) оказывать радушный прием: κατεξενωμένος Aesch. гостеприимно встреченный.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ξενόω als gast ontvangen.