μεμηχανημένως: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>adv.</i><br />avec fourberie.<br />'''Étymologie:''' μεμηχανημένος, part. pf. de μηχανάομαι. | |btext=<i>adv.</i><br />[[avec fourberie]].<br />'''Étymologie:''' μεμηχανημένος, part. pf. de μηχανάομαι. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 10:50, 9 January 2023
English (LSJ)
Adv. (μηχανάομαι) by stratagem, E.Ion809.
German (Pape)
[Seite 129] listiger Weise, Eur. Ian 809.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec fourberie.
Étymologie: μεμηχανημένος, part. pf. de μηχανάομαι.
Russian (Dvoretsky)
μεμηχᾰνημένως: хитростью, коварно Eur.
Greek (Liddell-Scott)
μεμηχᾰνημένως: Ἐπίρρ., (μηχανάομαι) διὰ στρατηγήματος, Εὐρ. Ἴων 809.
Greek Monolingual
μεμηχανημένως (Α)
επίρρ. με πανούργο τρόπο, δόλια («μεμηχανημένως ὑβριζόμεθα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεμηχανημένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. μηχανῶμαι].
Greek Monotonic
μεμηχᾰνημένως: επίρρ. από μτχ. παρακ. του μηχανάομαι, με στρατηγικό τέχνασμα, σε Ευρ.
Middle Liddell
[adverb perf. part. of μηχανάομαι
by stratagem, Eur.
English (Woodhouse)
(see also: μηχανάομαι) by treachery