ξανθοχίτων: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />qui a une écorce jaune.<br />'''Étymologie:''' [[ξανθός]], [[χιτών]]. | |btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />[[qui a une écorce jaune]].<br />'''Étymologie:''' [[ξανθός]], [[χιτών]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:00, 9 January 2023
English (LSJ)
[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, with yellow coat, ῥοιή AP6.102 (Phil.).
German (Pape)
[Seite 275] ωνος, mit goldgelbem Kleide, goldgelber Schaale, ῥοιή, Philp. 20 (VI, 102).
French (Bailly abrégé)
ωνος (ὁ, ἡ)
qui a une écorce jaune.
Étymologie: ξανθός, χιτών.
Russian (Dvoretsky)
ξανθοχίτων: (ῐ) adj. в желтой одежке, с румяной кожицей (ῥοιή Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ξανθοχίτων: -ωνος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων ξανθὸν χιτῶνα, ξανθὸν φλοιόν, ῥοιὴ Ἀνθ. Π. 6. 102.
Greek Monolingual
ξανθοχίτων, -ωνος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει ξανθό εξωτερικό περίβλημα, ξανθό φλοιό, ξανθό χιτώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + χιτών (πρβλ. λευκο-χίτων)].
Greek Monotonic
ξανθοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φοράει κιτρινωπό χιτώνα ή έχει ξανθωπό φλοιό, σε Ανθ.