στειλειή: Difference between revisions

From LSJ

Δύναται τὸ πλουτεῖν καὶ φιλανθρώπους ποιεῖν → Being rich can even produce a social conscience → Animos nonnumquam humanos concinnant opes → Mitunter macht der Reichtum Menschen auch human

Menander, Monostichoi, 120
(2b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ2
|Full diacritics=στειλειή
|Medium diacritics=στειλειή
|Low diacritics=στειλειή
|Capitals=ΣΤΕΙΛΕΙΗ
|Transliteration A=steileiḗ
|Transliteration B=steileiē
|Transliteration C=steileii
|Beta Code=steileih/
|Definition=v. [[στελεά]].
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>ion. et épq.</i><br />[[trou où s'adapte le manche d'une cognée]].<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[στελεά]].
}}
{{elru
|elrutext='''στειλειή:''' ἡ [[отверстие в топоре]] (для топорища) Hom.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''στειλειή''': ἡ, Ἰων. [[λέξις]] δηλοῦσα τὴν ὀπὴν τοῦ πελέκεως, εἰς ἣν εἰσέρχεται τὸ [[ξύλον]], τὸ στειλεὸν («στειλιάρι»), Ὀδ. Φ. 422, Νικ. Θηρ. 387· στελεὴ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 957· Ἀττ. στειλεὰ (ἑτέρα γραφ. στειλέα παρ’ Ἡσυχ.), παρ’ Ἀντιφάν. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 4, ἴδε Αἰν. Τακτ. 18.
|lstext='''στειλειή''': ἡ, Ἰων. [[λέξις]] δηλοῦσα τὴν ὀπὴν τοῦ πελέκεως, εἰς ἣν εἰσέρχεται τὸ [[ξύλον]], τὸ στειλεὸν («στειλιάρι»), Ὀδ. Φ. 422, Νικ. Θηρ. 387· στελεὴ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 957· Ἀττ. στειλεὰ (ἑτέρα γραφ. στειλέα παρ’ Ἡσυχ.), παρ’ Ἀντιφάν. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 4, ἴδε Αἰν. Τακτ. 18.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>ion. et épq.</i><br />trou où s’adapte le manche d’une cognée.<br />'''Étymologie:''' DELG v. [[στελεά]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 13: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''στειλειή:''' ἡ, [[τρύπα]] που γίνεται για να περαστεί η [[λαβή]], το [[στειλιάρι]] ενός τσεκουριού, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''στειλειή:''' ἡ, [[τρύπα]] που γίνεται για να περαστεί η [[λαβή]], το [[στειλιάρι]] ενός τσεκουριού, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''στειλειή:''' ἡ отверстие в топоре (для топорища) Hom.
}}
}}
{{etym
{{etym

Latest revision as of 11:05, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στειλειή Medium diacritics: στειλειή Low diacritics: στειλειή Capitals: ΣΤΕΙΛΕΙΗ
Transliteration A: steileiḗ Transliteration B: steileiē Transliteration C: steileii Beta Code: steileih/

English (LSJ)

v. στελεά.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
ion. et épq.
trou où s'adapte le manche d'une cognée.
Étymologie: DELG v. στελεά.

Russian (Dvoretsky)

στειλειή:отверстие в топоре (для топорища) Hom.

Greek (Liddell-Scott)

στειλειή: ἡ, Ἰων. λέξις δηλοῦσα τὴν ὀπὴν τοῦ πελέκεως, εἰς ἣν εἰσέρχεται τὸ ξύλον, τὸ στειλεὸν («στειλιάρι»), Ὀδ. Φ. 422, Νικ. Θηρ. 387· στελεὴ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. Δ. 957· Ἀττ. στειλεὰ (ἑτέρα γραφ. στειλέα παρ’ Ἡσυχ.), παρ’ Ἀντιφάν. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 4, ἴδε Αἰν. Τακτ. 18.

English (Autenrieth)

(στέλλω): hole in an axhead for the helve, Od. 21.422†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
βλ. στελεά.

Greek Monotonic

στειλειή: ἡ, τρύπα που γίνεται για να περαστεί η λαβή, το στειλιάρι ενός τσεκουριού, σε Ομήρ. Οδ. (άγν. προέλ.).

Frisk Etymological English

See also: s. στελεά.

Middle Liddell

στειλειή, ἡ,
the hole for the handle of an axe, Od. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

στειλειή: {steileiḗ}
See also: s. στελεά.
Page 2,783