ὀξύπους: Difference between revisions
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] ποδος, schnellfüßig, Eur. Or. 1550. Bei B. A. 442 Erkl. von [[ἀργίπους]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0353.png Seite 353]] ποδος, schnellfüßig, Eur. Or. 1550. Bei B. A. 442 Erkl. von [[ἀργίπους]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ους, ουν ; <i>gén.</i> ύποδος<br />[[aux pieds agiles]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀξύς]], [[πούς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀξύπους:''' 2, gen. ποδος быстроногий, поспешающий: δόμων [[πέλας]] ὀ. Eur. торопливо приближающийся к дому. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀξύπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ταχεῖς πόδας, [[ὠκύπους]], Εὐρ. Ὀρ. 1550. | |lstext='''ὀξύπους''': ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ταχεῖς πόδας, [[ὠκύπους]], Εὐρ. Ὀρ. 1550. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀξύπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[γρήγορα]] πόδια, που τρέχει με [[ταχύτητα]], [[γοργοπόδαρος]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ὀξύπους:''' ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει [[γρήγορα]] πόδια, που τρέχει με [[ταχύτητα]], [[γοργοπόδαρος]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ὀξύ-πους,<br />[[swift]]-footed, Eur. | |mdlsjtxt=ὀξύ-πους,<br />[[swift]]-footed, Eur. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:30, 9 January 2023
English (LSJ)
ὁ, ἡ, ὀξύπουν, τό, swift-footed, swift of foot, swift-running, fleet-footed, fleet of foot, light-legged, E.Or.1550 (troch.).
German (Pape)
[Seite 353] ποδος, schnellfüßig, Eur. Or. 1550. Bei B. A. 442 Erkl. von ἀργίπους.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν ; gén. ύποδος
aux pieds agiles.
Étymologie: ὀξύς, πούς.
Russian (Dvoretsky)
ὀξύπους: 2, gen. ποδος быстроногий, поспешающий: δόμων πέλας ὀ. Eur. торопливо приближающийся к дому.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, ὁ ἔχων ταχεῖς πόδας, ὠκύπους, Εὐρ. Ὀρ. 1550.
Greek Monolingual
-ουν (Α ὀξύπους, -ουν)
νεοελλ.
ζωολ. γένος κολεόπτερων εντόμων της οικογένειας τών σταφυλινιδών, που περιλαμβάνει μικρόσωμα είδη του βόρειου ημισφαιρίου
αρχ.
αυτός που βαδίζει γρήγορα, ταχύπους, γοργοπόδαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + πούς (πρβλ. ταχύπους)].
Greek Monotonic
ὀξύπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, αυτός που έχει γρήγορα πόδια, που τρέχει με ταχύτητα, γοργοπόδαρος, σε Ευρ.
Middle Liddell
ὀξύ-πους,
swift-footed, Eur.