ἱλάειρα: Difference between revisions
Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />bienfaisante.<br />'''Étymologie:''' [[ἵλαος]]. | |btext=ας;<br /><i>adj. f.</i><br />[[bienfaisante]].<br />'''Étymologie:''' [[ἵλαος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 11:40, 9 January 2023
English (LSJ)
ἡ, mildly-shining, φλὸξ ἱλάειρα [ῐλᾰ] Emp.85; ἱλάειρα [ῑλᾱ] σελήνη Id.40: as pr. n., Cypr.Fr.8. (Prob. from ἱλαρός.)
German (Pape)
[Seite 1250] ἡ, σελήνη Empedocl. 170 (v.l. λάϊνα), φλόξ 240, mild glänzend, mit ἵλαος zusammenhangend, vgl. nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
bienfaisante.
Étymologie: ἵλαος.
Russian (Dvoretsky)
ἱλάειρα: ας (ῐλᾰ, v.l. ῑλᾱ) adj. f кроткая, благотворная (φλόξ, σελήνη Emped.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱλάειρα: ῐ, ἡ, ἱλαρῶς φωτίζουσα, φλὸξ Ἐμπεδ. 243· σελήνη ὁ αὐτ. παρὰ Πλουτ. 2. 920C. (Πιθαν. ἐκ τοῦς ἱλαρός).
Greek Monolingual
ἱλάειρα, ἡ (Α)
αυτή που δίνει ιλαρό φως (α. «ἱλάειρα φλόξ» β. «ἱλάειρα σελήνη», Εμπεδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ἱλα- (του ρ. ἱλά-σκομαι) + κατάλ. -ειρα κατά τα κτεάτ-ειρα, πί-ειρα. Η λ. χρησιμοποιήθηκε ως επίθ. τών ουσ. φλοξ και σελήνη. Βλ. και λ. ιλάσκομαι].
Frisk Etymological English
ἵλαος, ἱλαρός, ἵλεως See also: s. ἱλάσκομαι.
Frisk Etymology German
ἱλάειρα: ἵλαος, ἱλαρός, ἵλεως
{hiláeira}
See also: s. ἱλάσκομαι.
Page 1,720