θράω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146
(5)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>seul. inf. ao. Moy.</i> [[θρήσασθαι]];<br />[[s'asseoir]], [[être assis]].<br />'''Étymologie:''' cf. [[θρόνος]].
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θράω''': [[καθίζω]], εὕρηται μόνον ἐν τῷ μέσ. ἀορ. θρήσασθαι, καθῆσθαι (παρ’ Εὐσταθίῳ 1400, 5: «τὸ [[θρῆνυς]]... κατὰ [[Ἀθήναιον]] ἀπὸ τοῦ θρῆσαι, ὅ ἐστι καθίσαι»), Φιλητᾶς παρ’ Ἀθην. 192Ε. (Ἡ [[ῥίζα]] τοῦ [[θρᾶνος]], [[θρῆνυς]], [[θρόνος]], [[ἴσως]] καὶ τοῦ ἀθερίζω: πρβλ. τὸ Σανσκρ. dhar, dhaṙâmi (fero, sustineo)· Λατ. fretus
|lstext='''θράω''': [[καθίζω]], εὕρηται μόνον ἐν τῷ μέσ. ἀορ. θρήσασθαι, καθῆσθαι (παρ’ Εὐσταθίῳ 1400, 5: «τὸ [[θρῆνυς]]... κατὰ [[Ἀθήναιον]] ἀπὸ τοῦ θρῆσαι, ὅ ἐστι καθίσαι»), Φιλητᾶς παρ’ Ἀθην. 192Ε. (Ἡ [[ῥίζα]] τοῦ [[θρᾶνος]], [[θρῆνυς]], [[θρόνος]], [[ἴσως]] καὶ τοῦ ἀθερίζω: πρβλ. τὸ Σανσκρ. dhar, dhaṙâmi (fero, sustineo)· Λατ. fretus
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. inf. ao. Moy.</i> [[θρήσασθαι]];<br />s’asseoir, être assis.<br />'''Étymologie:''' cf. [[θρόνος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 10: Line 10:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θράω:''' [[καθορίζω]], [[θέτω]].
|lsmtext='''θράω:''' [[καθορίζω]], [[θέτω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[set]]
}}
}}

Latest revision as of 11:45, 9 January 2023

French (Bailly abrégé)

seul. inf. ao. Moy. θρήσασθαι;
s'asseoir, être assis.
Étymologie: cf. θρόνος.

Greek (Liddell-Scott)

θράω: καθίζω, εὕρηται μόνον ἐν τῷ μέσ. ἀορ. θρήσασθαι, καθῆσθαι (παρ’ Εὐσταθίῳ 1400, 5: «τὸ θρῆνυς... κατὰ Ἀθήναιον ἀπὸ τοῦ θρῆσαι, ὅ ἐστι καθίσαι»), Φιλητᾶς παρ’ Ἀθην. 192Ε. (Ἡ ῥίζα τοῦ θρᾶνος, θρῆνυς, θρόνος, ἴσως καὶ τοῦ ἀθερίζω: πρβλ. τὸ Σανσκρ. dhar, dhaṙâmi (fero, sustineo)· Λατ. fretus

Greek Monolingual

θράω (Α)
καθίζω (απαντά το απρμφ. μέσ. αορ. θρήσασθαι).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θράνος].

Greek Monotonic

θράω: καθορίζω, θέτω.

Middle Liddell

set