φράδμων: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />prudent, sage.<br />'''Étymologie:''' [[φράζω]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />[[prudent]], [[sage]].<br />'''Étymologie:''' [[φράζω]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 11:55, 9 January 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φρᾰδμων Medium diacritics: φράδμων Low diacritics: φράδμων Capitals: ΦΡΑΔΜΩΝ
Transliteration A: phrádmōn Transliteration B: phradmōn Transliteration C: fradmon Beta Code: fra/dmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, = φραδής, Il.16.638, Orac. ap. Hdt.3.57, Orph.Fr.233.

German (Pape)

[Seite 1302] ονος, verständig, einsichtsvoll, listig, klug, Orac. bei Her. 3, 57; bes. womit bekannt, kundig, Il. 16, 638 u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
prudent, sage.
Étymologie: φράζω.

Russian (Dvoretsky)

φράδμων: 2, gen. ονος умный, находчивый (ἀνήρ Hom., Her.).

Greek (Liddell-Scott)

φράδμων: -ον, γεν. ονος, συνετός. νοήμων, ὀξύς, ἔμπειρος, οὐδ’ ἄν ἔτι φράδμων περ ἀνὴρ Σαρπυδόνα δῖον ἔγνω, «ὁ δὲ λόγος· οὐδὲ ὁ πάνυ γνώριμός φησι καὶ συνήθης τῷ Σαρπηδόνι ἠδύνατο γνωρίσαι αὐτόν, διὰ τὸ αἵματι καὶ κάνει πεφῦρθαι» (Σχόλ.), Ἰλ. Π 638, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 3. 57.

English (Autenrieth)

ονος (φράζω): observing, Il. 16.638†.

Greek Monolingual

και φράσμων, -ον, Α
ευφυής, επιδέξιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φραδ- του φράζω (Ι) (πρβλ. φραδ-ή) + επίθημα -μων (πρβλ. νοή-μων)].

Greek Monotonic

φράδμων: -ον, γεν. -ονος, = φραδής, σε Ομήρ. Ιλ., σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.

Middle Liddell

φράδμων, ονος, = φραδής, Il., Orac. ap. Hdt.]