προμηθία: Difference between revisions
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=promithia | |Transliteration C=promithia | ||
|Beta Code=promhqi/a | |Beta Code=promhqi/a | ||
|Definition=[[προμηθίη]], v. [[προμήθεια]] | |Definition=[[προμηθίη]], v. [[προμήθεια]] ([[foresight]], [[forethought]]). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 16:50, 10 January 2023
English (LSJ)
προμηθίη, v. προμήθεια (foresight, forethought).
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. προμήθεια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προμηθία -ας, ἡ Ion. προμηθίη zie προμήθεια.
Russian (Dvoretsky)
προμηθία: ион. Aesch., Eur. προμηθίη ἡ = προμήθεια.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. τ.) βλ. προμήθεια.
Greek Monotonic
προμηθία: -ίη, βλ. προμήθεια.
Greek (Liddell-Scott)
προμηθία: -ίη, ἴδε προμήθεια.